ΤΑ ΞΥΛΟΠΑΠΟΥΤΣΑ ΤΗΣ ΣΙΛΒΑΝΑΣ
Ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη Κι οι θάλασσες σωπαίνουν. Η ιστορία των ξυλοπάπουτσωβν που ήθελε να προσφέρει κάποιος Έντζο στην αγαπημένη του:
Κάτι σπουδαίο θέλει να μου δείξει: ένα ζευγάρι τσόκαρα δεμένα με σπάγκους. «Είναι αυτά που ψάχνεις» μου λέει. «Εγώ;» «Εσύ». Ο κυρ Στέφανος είναι σίγουρος ότι κρατά στα χέρια του τα τελευταία υπολείμματα του πλοίου: «Κάποιος τα κρατούσε μαζί του. Βρέθηκαν πέντε μήνες μετά τη βύθιση σε μιαν έρημη ακτή, κάπου προς τ’ ανατολικά του νησιού. Μην ξεχνάς ότι το καλοκαίρι φυσούνε βορειοδυτικοί άνεμοι, αυτοί τα παρέσυραν· αν μελετήσεις τον χάρτη, θα καταλάβεις τη διαδρομή τους». Τον ακούω με προσοχή, αλλά δεν μπορώ να κρύψω τη δυσπιστία μου: «Μα θα μπορούσαν ν’ ανήκουν στον οποιονδήποτε» λέω. «Αν ήξερες...» απαντά και μου δείχνει δυο ξεφτισμένες λέξεις σκαλισμένες πάνω στο ξύλο, στο πλάι του δεξιού τακουνιού: ENZO + SILVANA. Και πάλι δεν θα καταλάβαινα τίποτα αν δεν μου αποκάλυπτε ότι στα χρόνια της Κατοχής τα τσαγκάρικα του νησιού κατασκεύαζαν γυναικεία σαντάλια με το μόνο φτηνό υλικό που μπορούσαν να βρούνε: ξύλο από ελιές και πλατάνια. Οι ντόπιες τα φορούσαν μάλλον από ανάγκη, αλλά οι Ιταλοί στρατιώτες τα είχαν σε μεγάλη εκτίμηση· τα θεωρούσαν σπουδαίο δώρο για τις γυναίκες και τις αδερφάδες τους, σπάνια έφευγαν από το νησί χωρίς ένα ή περισσότερα ζευγάρια ξυλοπάπουτσα στις αποσκευές τους. Με τον πιο απροσδόκητο τρόπο μαθαίνω το όνομα ενός στρατιώτη που πιθανότατα βρισκόταν στ’ αμπάρια του Τάναϊς στις οκτώ Ιουνίου του 1944: Enzo.
Ο κυρ Στέφανος με κοιτάζει. Δακρύζει κάθε φορά που δείχνει τα σαντάλια σε κάποιον.
Ο κυρ Στέφανος δεν μιλάει, αφήνει το βλέμμα του να μιλήσει. Κι ύστερα από λίγο:
- Κάποια Silvana δεν θα φορέσει ποτέ τα ξυλοπάπουτσα του Enzo, κάποιος Enzo δεν θα φτάσει ποτέ στη Silvana του.
Είναι κι αυτό το «συν» στη μέση, κυρ Στέφανε· ο σταυρός, το σύμβολο της πρόσθεσης που κατέληξε να γίνει «πλην» της αφαίρεσης.
Η ζωή έχει τη δική της αριθμητική. Και ο πόλεμος τη δική του.