ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ (το μυθιστόρημα του Νίκου Χρυσού)

ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ ΜΕΡΑ

(το μυθιστόρημα του Νίκου Χρυσού)

 

Διαβάζοντας το βιβλίο του Νίκου Χρυσού ένιωθα να πηγαινοέρχομαι σε τόπους αλλοτινούς, να περπατώ σε μισοφωτισμένους δρόμους, να ακούω φωνές που έρχονταν από κάποιον απροσδιόριστο χρόνο, δεν ξέρω αν ήταν παρελθόν, παρόν ή μέλλον, ένιωθα όμως την ανάσα των ηρώων, άκουγα φωνές, παρακολουθούσα αφηγήσεις ιστοριών απ' αυτές που κάποτε σε κάνουν να ξεστρατίζεις και κάποτε να επανέρχεσαι αναζητώντας να πιάσεις πάλι το νήμα από το σημείο που το είχες αφήσει. Στους λαβυρίνθους του νου ανεβοκατέβαινε διαρκώς η ευφυής θεωρία του Μισέλ Φουκώ για τις ετεροτοπίες, μια θεωρία που διατυπώθηκε τη δεκαετία του 1960 και έχει γράψει κάποιες ιδιαίτερες σελίδες στην ιστορία των κοινωνικών επιστημών. Ο έτερος τόπος, ο τόπος της ετερότητας, είναι κομμάτι ενός περίπλοκου συμπλέγματος, ενός ανομοιογενούς συνόλου που λειτουργεί με τους δικούς του όρους καταργώντας ή αναστέλλοντας τις νόρμες, τους κώδικες, τους κανόνες, ο υλικός ή άυλος χώρος που δεν ενσωματώνεται σε κυρίαρχα κοινωνικά ή άλλα πρότυπα. Ετεροτοπία, λοιπόν; Ίσως. Αλλά και κομμάτι ενός σκηνικού που απλώνεται άλλοτε για να κρύβει κι άλλοτε για να φανερώνει. Κι από την άλλη βούιζε συχνά στ' αυτιά μου σαν ψίθυρος ο λόγος του Καζαντζάκη: «Μη λες: "Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!" Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα». 

Δικαιολογημένα προσέχτηκε το βιβλίο του Νίκου και τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Βραβείο λογοτεχνίας. Είναι μια απροσδόκητη σύνδεση μικρών παραβολικών ιστοριών που αποδίδονται με ρωμαλέα γλώσσα και πρωτότυπη πλοκή, εγκιβωτισμένες σ' ένα επίσης ρωμαλέο κείμενο. Ακόμη και με την πρώτη ματιά φαίνεται ότι ο συγγραφέας μάτωσε τα δάκτυλά κι έστυψε το μυαλό του. Δούλεψε λέξη με λέξη ένα έργο που θέτει πλήθος ζητημάτων απ' αυτά που απασχολούν τη σημερινή κοινωνία και, κατά πως φαίνεται, θα απασχολήσουν πολύ περισσότερο τις μελλοντικές.

Κάποιος Σεβαστιανός, κάποιος Χόρορ, κάποιος Τέως, μου συστήνονταν καθώς περιδιάβαινα τις λέξεις κι έβλεπα μπροστά μου τις παράλληλες ιστορίες, τους παράλληλους δρόμους, που κατά περίεργο τρόπο είχαν αρχίσει να συγκλίνουν. Και μέσα απ' αυτούς τους ήρωες ο συγγραφέας, ο Νίκος Χρυσός, μου σύστηνε έναν κόσμο που οι κυρίαρχες τάξεις τον απωθούν, έναν κόσμο που κινείται διαρκώς ανάμεσα στο οικείο και το ανοίκειο. Είναι τότε που ένιωθα τις λέξεις σαν σήματα μορς, ο καλός συγγραφέας δεν κραυγάζει, ο καλός συγγραφέας ξέρει να ενσωματώνει μιαν παράξενη βραδυφλεγή ύλη στις λέξεις.

Όπως και οι ήρωες, έτσι και ο Νίκος φαίνεται να καταργεί τις νόρμες και ν' ακολουθεί μιαν όλως ιδιαίτερη αλλά και απολύτως προσωπική διαδρομή. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ότι έχει να κάνει μ' έναν λογοτέχνη που μπορεί να κινείται με άνεση στον χώρο, να διαπερνά το μοντέρνο, να δημιουργεί ένα δικό του αφηγηματικό τοπίο, να ταξιδεύει από την πραγματικότητα στη φαντασία κρατώντας τον αναγνώστη από το χέρι έτσι ώστε να περνούνε μαζί τα ασαφή όρια, και να οδηγεί τελικά σε μια καινούργια μέρα, που κι αυτή φαίνεται να αναδύεται μέσα από σωρούς άχρηστων μικροπραγμάτων, μέσα από ζωές ζυμωμένες σε κόσμους ζοφερούς, σε μια καινούργια μέρα που τη βιώνεις και ταυτόχρονα την κοιτάζεις από απόσταση. Δεν ξέρω αν οι ήρωες του Χρυσού είναι μορφές που μπορεί να συναντήσει κανείς εύκολα έξω από τις σελίδες του βιβλίου. Σίγουρα, όμως, είναι μορφές που υπάρχουν, χαρακτήρες διαμορφωμένοι μέσα σ' αυτούς τους κόσμους που οι κυρίαρχες τάξεις καμώνονται πως δεν τις βλέπουν ή τις κοιτάζουν μέσα από παραμορφωτικούς φακούς, εκείνους που άλλοτε κάνουν αόρατα τα προβλήματα, άλλοτε παραποιούν και στρεβλώνουν τα πρόσωπα, άλλοτε δημιουργούν ουτοπίες.

Ένα αμαξοστάσιο παλιών λεωφορείων μετουσιώνεται πρόχειρα σε στέγη των ανέστιων. Πρόσκαιρη, ίσως, αν και η έννοια του χρόνου διαστέλλεται διαρκώς και συστέλλεται, ο χώρος είναι κοιτίδα όχι μόνο των ανθρώπων αλλά και ενός θολού παρελθόντος που επανέρχεται καθώς ξετυλίγονται ιστορίες και μέσα απ' αυτές αναδύονται κόσμοι, άλλοτε πραγματικοί άλλοτε φανταστικοί, νομίζω πως τα όρια δεν είναι και τόσο ευδιάκριτα, ο συγγραφέας ξέρει να μαγεύει και ν' απομαγεύει, ξέρει να μας ταξιδεύει μέσα από λέξεις και αφηγήσεις, κάποτε και να μας αφήνει μετέωρους σε χώρους όπου φαίνεται να μην υπάρχουν μονοπάτια διαφυγής. Θα ήθελα να σταθώ ιδιαίτερα στις μικρές αφηγήσεις που συνθέτουν μεγάλο μέρος του έργου και που αποτελούν εύρημα ενός πολλά υποσχόμενου συγγραφέα. Δεν ξέρω ποιους άλλους τρόπους θα μπορούσε κανείς να ανακαλύψει για να ξεφύγει από τη μονοτονία, να ξεφύγει από τις μάλλον κουραστικές ιστορίες δρόμου που διαβάζομε σε πολλά μυθιστορήματα του είδους.

Οι αφηγήσεις του Σεβαστιανού είναι το αλάτι και το πιπέρι του Χρυσού. Είναι, όμως, και το δομικό υλικό που συνδέει τις σελίδες του βιβλίου, όπως ο ασβέστης συνδέει τις πέτρες μιας μεγάλης οικοδομής. Ιστορίες άλλων που μοιάζουν δικές, πίκρες άλλων που μοιάζουν οικείες, πόνοι άλλων που μας κάνουν να ξεχνούμε τους δικούς μας. Κάποτε νομίζεις που είναι γιατρικά οι λέξεις του, κάποτε πως λειτουργούν παρηγορητικά προσπαθώντας να επαναφέρουν χαμένες ισορροπίες, ίσως και να επαναφέρουν την ενότητα του κόσμου. 

Άγνωστο πού βρίσκεται το αμαξοστάσιο των παροπλισμένων οχημάτων, ο συγγραφέας δεν κατονομάζει τον τόπο. Σε κάποιο λιμάνι, πάντως, σε κάποια πόλη που χωρίς αμφιβολία είναι χτισμένη εδώ, στη Μεσόγειο. Οι δρόμοι μπορεί να είναι οικείοι, μπορεί και ξένοι, ο αναγνώστης καλείται να δημιουργήσει τον χώρο της αφήγησης, ίσως σε μια δική του πόλη, σε κάποιο δικό του λιμάνι, ίσως να δει στη μορφή του μετανοημένου Παύλου πρόσωπα που γνώρισε κάποτε, πρόσωπα που διάβασε κάποτε σε κάποιες άλλες ιστορίες, ίσως να θυμηθεί και κάποιον άλλο Παύλο που μπορεί να μην πυρπόλησε ή να μην έβαψε τα χέρια του με αίμα, αλλά να επέστρεψε κι εκείνος στο αβέβαιο παρελθόν προσπαθώντας να το αναπλάσει. Αν σας θυμίζει τον Απόστολο των Εθνών, μην ταραχτείτε. Κι εμένα μου τον θύμισε. Άλλωστε, κάποιες ιστορίες φαίνεται να εκπηγάζουν από την ίδια βάση, κάποτε κι από την ίδια ψυχική ανάγκη, κάποιες ιστορίες συνοδεύουν και θα συνοδεύουν το ανθρώπινο είδος όσο θα υπάρχουν λέξεις, όσο θα υπάρχει λογοτεχνία, κι ευτυχώς θα υπάρχει για πάντα, ή θα υπάρχει όσο θα αισθάνονται οι άνθρωποι την ανάγκη να ταξιδεύουν πότε σε κόσμους άδηλους κι εσώτατους, πότε σε κόσμους μακρινούς, πότε σε αμαξοστάσια πεθαμένων λεωφορείων, σε σωρούς πεθαμένων ονείρων.

Κάποιος Παύλος, λοιπόν, επανέρχεται στο δικό του παρελθόν αναζητώντας να το γνωρίσει μέσα από τις ζωές των άλλων, κάποιο μηχάνημα ηχογράφησης μπορεί να γίνεται όχημα μετάβασης, κάποιες αφηγήσεις μπορούν να εξακτινώνουν τον χρόνο και τον χώρο, να τον κάνουν διαχρονικό, να τον κάνουν παγκόσμιο. Είναι συγγραφική αρετή να μιλάς για έναν τόπο κι αυτός ο τόπος να περικλείει όλους τους τόπους μαζί. Τα προβλήματα που ανατέμνει ο Χρυσός δεν έχουν ασφαλώς τοπικό χαρακτήρα, ούτε είναι ζητήματα πρόσκαιρα, γεννήματα μιας αβέβαιης εποχής.

Κι ο Σεβαστιανός; Ο άνθρωπος που πλάθει ιστορίες, ο παρηγορητικός λόγος που λέγαμε πριν. Και τούτος ο παρηγορητικός λόγος, οι μύθοι που επινοεί ο Χρυσός και τους βάζει στο στόμα του ήρωα, εξακολουθούν να ακούγονται, εξακολουθούν να διαμορφώνουν σκηνικά, εξακολουθούν να ασκούν εκείνη την παράξενη γοητεία που κάποτε ασκούν οι παραβολές και κάποτε τα παραμύθια.

Ο συγγραφέας ξέρει να αποφεύγει τα στερεότυπα, τις νόρμες που λέγαμε πριν. Διακριτές φωνές, διακριτές αφηγήσεις, διακριτοί ήρωες σ' έναν κόσμο που τον χαρακτηρίζει η διαφορετικότητα, σ' ένα δίκτυο με απίθανες διακλαδώσεις που οδηγούν και σε λαβυρίνθους και σε ξέφωτα. Πάντα κάποιοι θα προσπαθούν να καθαρίσουν τον κόσμο, όχι τον δικό μας, τον δικό τους, αυτόν που χτίζουν με τα ιδεολογήματά τους βάζοντας στο στόχαστρο ό,τι δεν τους μοιάζει. 

Έτσι μας ταξιδεύει ο Χρυσός. Αποκαλύπτοντας εκείνο που συνειδητά ή ασυνείδητα μπορεί να απωθούμε κι εμείς. Αποκαλύπτοντας κόσμους, αποκαλύπτοντας ψυχικές ταλαντεύσεις, αφήνοντας τον μύθο να γίνεται μπάλσαμο, αφήνοντας τη φωνή κάποιου Σεβαστιανού να μετοικήσει στη μνήμη κι από κει να συνεχίσει να αντηχεί παρακολουθώντας τις πορείες των ανθρώπων, τις πορείες εκείνες που οδηγούν από την κοινώς αποδεκτή κανονικότητα σε υπόγειες διακλαδώσεις, δημιουργώντας τον κόσμο των απόκληρων.

Μυθιστόρημα απ' αυτά που πρέπει να διαβάσει κανείς όχι μόνο για να γνωρίσει τις διαδρομές που συνδέουν τους διαφορετικούς κόσμους ή για να παρατηρήσει και τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, αλλά και για να απολαύσει τη γοητεία του λόγου. Και, τέλος, να γνωρίσει έναν συγγραφέα που νομίζω πως έχει να δώσει ακόμη πολλά.

ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ