Ναοί λαλούντα σύμβολα της κρητικής ελευθερίας
ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤΗΝ ΚΑΣΜΑΤΟΝΙΤΣΑ
Ναοί - λαλούντα σύμβολα της κρητικής ελευθερίας!
Τεράστιες κολώνες σμιλεμένες στον σκληρό μαύρο ασβεστόλιθο.. Για να τιος κουβαλήσουν έφτιαξαν αραμπάδες, τραβολογούσαν κι άσπρωχνα όλοι μαζί. Κι απάνω στην κολώντα έβαλαν ένα λυράρη να παίζει...
Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ
Τεράστιες κολόνες σμιλεμένες στον σκληρό μαύρο ασβεστόλιθο, μεγάλες καμάρες - μείγμα βυζαντινής ναοδομίας και κρητικής λαϊκής αρχιτεκτονικής, μεγάλα ανοίγματα που προκαλούν τους νόμους της στατικής! Κι όλα τούτα φτιαγμένα τις τελευταίες δεκαετίας της Τουρκοκρατίας, στα διαλείμματα των μεγάλων επαναστάσεων, σ' ένα ημιορεινό χωριό της Κρήτης. Έτος 1886...
Ο ναός της Αγίας Κυριακής στην Κασταμονίτσα αποτελεί ένα καλό παράδειγμα, κάτι σαν μελέτη περίπτωσης, για να κατανοήσει κανείς τους εθιμικούς θεσμούς που ρύθμιζαν τα εσωτερικά ζητήματα των αγροτικών κοινοτήτων και επέφεραν την κοινωνική συνοχή κατά την μακρά περίοδο της Οθωμανικής Κυριαρχίας (οι θεσμοί κοινοτικής οργάνωσης του οθωμανικού κράτους δεν φαίνεται να εφαρμόστηκαν στην Κρήτη). Ανασκαλεύοντας τη συλλογική μνήμη παρακολουθούμε την αγωνία μιας μικρής ορεινής κοινότητας ανθρώπων να οικοδομήσει με τα ίδια της τα χέρια το αύριο. Οι ορεσίβιοι Κρήτες μπορεί να μην είχαν ακούσει ποτέ μέχρι τότε λέξεις και όρους όπως δημοκρατία και ανθρώπινα δικαιώματα. Ήξεραν, όμως, να κάνουν τοπικές συνελεύσεις, να διαλέγονται, να εκφράζουν απόψεις, να διαφωνούν, να ομονοούν, να αποφασίζουν από κοινού και να προσφέρουν εθελοντική εργασία για το κοινό καλό! Με την εθελοντική εργασία χτίστηκαν εκείνα τα χρόνια σχολεία κι εκκλησιές, διανοίχτηκαν δρόμοι επικοινωνίας, στρώθηκαν καλντερίμια στα σοκάκια των χωριών, ανοίχτηκαν πηγάδια, κατασκευάστηκαν αγωγοί που έφερναν το νερό των πηγών πιο κοντά στα κρητικά νοικοκυριά...
Είναι ν' απορεί κανείς για το μέγεθος τούτης της εκκλησίας, με τους ογκώδεις μονόλιθους που γίνανε κολόνες, με την ποιότητα της κατασκευής. Και με την αποκοτιά των ανθρώπων που τότε, σε δύσκολους καιρούς, τόλμησαν να κατασκευάσουν ένα έργο δυσανάλογο και με τις οικονομικές τους δυνατότητες και με το μέγεθος του χωριού τους. Το μήκος του κτηρίου φτάνει τα 21 μέτρα. Και το πλάτος προσεγγίζει τα 14 (13,7 για την ακρίβεια). Κοντά 300 τετραγωνικά μέτρα! Κι όμως, τούτο το έργο έγινε ορόσημο ενός κόσμου που άλλαζε, μιας νέας εποχής που ξημέρωνε. Δεν ήταν τόσο η επίδειξη δύναμης που ωθούσε τους Κρητικούς να κατασκευάζουν έργα μεγάλα και τολμηρά. Ήταν, κυρίως, ο συμβολισμός του. Η ανάγκη να δηλώσουν τη θρησκευτική τους ταυτότητα χωρίς να τους σκιάζει ο φόβος.
Τότε που χτίζονταν οι μεγάλοι ναοί της Κρήτης!
Ο τρίκλιτος ναός της Αγίας Κυριακής είναι από τους πιο εντυπωσιακούς εκείνης της περιόδου. Δεν είναι όμως το μοναδικό μεγάλο εκκλησιαστικό έργο που έγινε στην κρητική ενδοχώρα κατά το δεύτερο μισό του ταραγμένου 19ου αιώνα. Όλα τα χωριά προσπάθησαν ν' αποκτήσουν μεγάλους ναούς - λαλούντα σύμβολα μιας νέας εποχής που ήταν φανερό πως ξημέρωνε. Ανασκουμπώνονταν οι κάτοικοι, άλλος έχτιζε, άλλος έψηνε ασβέστη, άλλος κουβαλούσε πέτρες και ξύλα. Έτσι, με προσωπική εργασία, θεμελίωναν οι Κρητικοί τον κόσμο που ονειρεύονταν, δηλαδή τον κόσμο που είχαν ονειρευτεί κι οι προηγούμενες γενιές, όσες ήταν για αιώνες κάτω από την επικυριαρχία ξένων αφεντάδων, Βενετσιάνων και Τούρκων. Δύσκολοι καιροί, μα είχε κιόλας αρχίσει ν' αχνοφέγγει το ξημέρωμα της καινούργιας εποχής. Στα Χανιά ένας παλιός ναός, που είχε μετατραπεί σε σαπουναριό, αποδίδεται ξανά στους Χριστιανούς και ξαναγίνεται περίλαμπρο κέντρο λατρείας (1858). Στο Ηράκλειο θεμελιώνεται με κάθε επισημότητα ο εντυπωσιακός ναός του Αγίου Μηνά (1862).
Το ιστορικό πλαίσιο
Μέχρι τη δεκαετία του 1830 ήταν αδύνατον να οικοδομηθούν καινούργιοι ναοί στην Κρήτη. Το απαγόρευε ο ιερός μουσουλμανικός νόμος (Σεριάτ). Ήταν εξαιρετικά δύσκολο ακόμη και να επισκευαστούν οι παλιοί. Επισήμως οι οθωμανικές αρχές δεν απαγόρευαν τις εργασίες συντήρησης. Τις εμπόδιζαν όμως εφαρμόζοντας αυστηρές και πολυδάπανες γραφειοκρατικές διαδικασίες. Το κόστος της άδειας που απαιτούνταν ακόμη και για απλές επισκευές (αντικατάσταση φθαρμένων θυρών, σοβάντισμα) ήταν πολλαπλάσιο από το κόστος των εργασιών.
Μια πρώτη αλλά όχι ασήμαντη αλλαγή σημειώθηκε κατά την περίοδο της αιγυπτιακής κατοχής (1830-1840), τότε που ο Αντιβασιλέας της Αιγύπτου Μωχάμεντ Άλυ φρόντισε να εξασφαλίσει την εσωτερική γαλήνη εφαρμόζοντας κάποιες δειλές και άτολμες εκσυγχρονιστικές πολιτικές. Έχοντας αναπτύξει σχέσεις με τη Γαλλία προσπάθησε να διαφοροποιηθεί από το διοικητικό στερεότυπο της Υψηλής Πύλης και να πετύχει ευκολότερα τον τελικό στόχο του, δηλαδή την αυτονόμησή του από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη μόνιμη κατοχή της Κρήτης.
Μια από τις πρώτες σημαντικές ενέργειές του ήταν η παραχώρηση θρησκευτικών ελευθεριών στους Κρητικούς. Οι Χριστιανοί μπορούσαν πλέον να επισκευάζουν ελεύθερα τα ιερά καθιδρύματά τους. Πολλά μοναστήρια και πολλοί ημιερειπωμένοι ναοί που επισκευάστηκαν εκείνα τα χρόνια.
Οι πιο σημαντικές αλλαγές, όμως, επήλθαν λίγο μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856) με την υπογραφή του Χάττι Χουμαγιούν, το οποίο προέβλεπε, μεταξύ άλλων, και την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων για όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Ακολούθησαν κι άλλα σημαντικά γεγονότα, όπως ο θεσμός των Δημογεροντιών, ο Οργανικός Νόμος του 1868, η Σύμβαση της Χαλέπας (1878). Ο δρόμος για την ίδρυση νέων ναών είχε πλέον ανοίξει.
Η μάζωξη των κατοίκων
Η απόφαση των κατοίκων της Κασταμονίτσας να οικοδομήσουν καινούργιο μεγάλο ναό φαίνεται να είχε παρθεί λίγο μετά την μεγάλη επανάσταση του 1866, πιθανότατα κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1870. Μια απ' αυτές τις χρονιές, Κυριακή μέρα, λίγο μετά το Πάσχα, συνάχτηκαν οι άνδρες του χωριού σε μια από τις συνηθισμένες για εκείνα τα χρόνια μαζώξεις, που, όπως θα δούμε παρακάτω, χαρακτηρίστηκαν ευφυώς «υπαίθρια κοινοβούλια». Η τοπική παράδοση αναφέρει ότι η σύναξη έγινε κάτω από κάποια μεγάλη δρυ στο κέντρο του χωριού. Έτσι γινόταν τότε στα περισσότερα κρητικά χωριά, ίσως και σε όλα. Κάθε που προέκυπταν σοβαρά ζητήματα μαζεύονταν οι κάτοικοι κι έπαιρναν αποφάσεις. Δεν σώθηκαν πολλές πληροφορίες για τους αρχέγονους αυτούς θεσμούς δημοκρατίας στην οθωμανοκρατούμενη Κρήτη, δεν ξέρομε σήμερα ποιοι είχαν δικαίωμα να συμμετάσχουν. Οι αρχηγοί των οικογενειών; Οι γέροντες; Οι ώριμοι άνδρες; Άγνωστο... Ξέρομε, όμως, ότι οι αποφάσεις γίνονταν αποδεκτές από όλους. Μια ωραία περιγραφή από συνέλευση σε άλλη περιοχή του νησιού μας άφησε ο οξυδερκής πλοίαρχος T. A. B. Spratt, που επισκέφτηκε την Κρήτη κατά τη δεκαετία του 1850. Κατεβαίνοντας από την κορφή του Ψηλορείτη πέρασε από τα Βορίζια. Οι κάτοικοι έπρεπε να αποφασίσουν ποια στάση θα τηρούσαν απέναντι στον ξένο επισκέπτη. Μαζεύτηκαν, λοιπόν, κάτω από τις ελιές, στις παρυφές του χωριού, για να συζητήσουν το θέμα. Γράφει ο Spratt: «Οι ορεσίβιοι Κρητικοί συγκαλούν συχνά τέτοια επαρχιακά συμβούλια και υπαίθρια κοινοβούλια είτε για να καταστρώσουν κάποιο σχέδιο πώς να αποφύγουν τον φοροσυλλέκτη είτε για να αντισταθούν κατά των αρχών είτε για να διευθετήσουν κάποια βεντέτα με γειτονικό χωριό», σημείωσε ο ίδιος (T. A. B. Spratt Ταξίδια και Έρευνες στην Κρήτη του 1850, μετάφρ. Μ. Ψιλάκη, σχόλια Ν. Ψιλάκης, τόμος Α', 2007, σελ. 56).
Δεν είναι γνωστός ο ακριβής τόπος στον οποίο συγκαλούνταν οι μαζώξεις της Κασταμονίτσας. «Κάτω από τους ντρυγιάδες» λέει η παράδοση. Αλλά ο τόπος ήταν γεμάτος με τέτοια δέντρα. Δεκάδες θεόρατες δρυς διαμόρφωναν το ημιορεινό τοπίο κάτω από τις πλαγιές του Αφέντη, της ψηλής κορφής που δεσπόζει σε τούτα τα μέρη. Δέκα ή έντεκα τεράστιοι «ντρυγιάδες» ήταν μέσα στο χωριό και στις παρυφές του. Δυστυχώς τους έκοψαν όλους οι Γερμανοί στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής και τους έκαναν καυσόξυλα για το στρατό τους. Έμεινε μόνο μια μεγάλη δρυς στα βορειανατολικά του χωριού. Ένα ακόμη ατιμώρητο έγκλημα της Αγρίας Φυλής...
Αλλά, ας επανέλθομε... Μοναδικό θέμα συζήτησης σ' αυτή τη συνέλευση ήταν η ανέγερση μιας καινούργιας μεγάλης εκκλησίας. Ο παλιός τοιχογραφημένος ναός της Αγίας Κυριακής ήταν μικρός, δεν χωρούσε πια τους κατοίκους. Το χωριό είχε μεγαλώσει και πάλι, είχε αναλάβει μετά την καταστροφή που είχε υποστεί στα χρόνια του μεγάλου σηκωμού, στην επανάσταση του 1821. Δεν είναι σαφείς οι πληροφορίες για τον τύπο του παλιού ναού. Η παράδοση που ακούγεται ακόμη και σήμερα είναι διχασμένη. Κατ' άλλους ήταν μικρός μονόχωρος ναός, κατ' άλλους σταυροειδής («βυζαντινός»).
Δυο απόψεις ακούστηκαν εκείνη τη μέρα. Μια μερίδα κατοίκων υποστήριξε να διατηρηθεί ο παλιός ναός και να χτιστεί βόρεια και ανατολικά απ' αυτόν ένας καινούργιος. Μια άλλη μερίδα πρότεινε την κατεδάφιση του παλιού και την οικοδόμηση καινούργιου στην ίδια θέση. Εκείνοι, όμως, που υποστήριζαν τη δεύτερη λύση, την κατεδάφιση του παλιού, έφεραν ένα ακλόνητο επιχείρημα: Αν δεν κατεδαφιζόταν ο παλιός ναός, θα έπρεπε να μπαζωθεί το κεντρικό πηγάδι, από το οποίο υδρευόταν μεγάλο μέρος του χωριού, για να χωρέσει ο καινούργιος. Άλλος πρόσφορος τόπος δεν υπήρχε. Οι γύρω εκτάσεις δεν προσφέρονταν. Άλλες ήταν πολύ επικλινείς και άλλες αποτελούσαν ιδιωτικά οικόπεδα. Μέτρησαν, ξαναμέτρησαν, λύση δεν βρήκαν.
Η πρώτη αυτή συγκέντρωση των κατοίκων δεν κατέληξε σε καμιάν απόφαση. Χρειάστηκαν κι άλλες συζητήσεις, κι άλλες μαζώξεις. Το χωριό κόνευε να διχαστεί. Έγκλημα βαρύ κι αμαρτία ασυγχώρετη θεωρούσαν οι θεοσεβούμενοι αγρότες και βοσκοί του τόπου το γκρέμισμα μιας εκκλησίας. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, της εκκλησίας που την είχαν ταυτίσει με τις τύχες των πατεράδων, των παππούδων και τις δικές τους. Έλεγαν, μάλιστα, πως από μιαν εικόνα της Αγίας Κυριακής ξεκίνησε να χτίζεται το χωριό τους και διηγούνταν μια παλιά ιστορία που την άκουσα κι εγώ πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν ακόμη παιδί. Τη μεταφέρω όπως τη θυμάμαι:
«Ξεριζωμένοι από τον τόπο τους, από τη Μικρά Ασία, ήρθαν εδώ οι πρώτοι κάτοικοι. Τίποτα δεν είχαν μαζί τους. Μήτε ρούχα μήτε φαγώσιμα. Κουβαλούσαν μόνο μιαν εικόνα της Αγίας Κυριακής. Την είχαν πάρει από την εκκλησία της πόλης τους, που κι αυτή ήταν αφιερωμένη στην ίδια αγία. Έσκαψαν θεμέλια δίπλα στο παλιό πηγάδι. Πρώτα έχτισαν την εκκλησία και μετά το χωριό. Τα πρώτα σπίτια τα φτιάξανε γύρω από τον ναό, ανατολικά, δυτικά και νότια. Στη βορεινή μεριά, που είχε νερό, φύτεψαν τους κήπους τους...».
Η λαλίστατη παράδοση και η αινιγματική απουσία των πηγών
Η αχλή του χρόνου θολώνει την ιστορική διαδρομή του χωριού. Πότε, λοιπόν, χτίστηκε; Κι από ποιους; Επίσημες μαρτυρίες δεν υπάρχουν, όπως δεν υπάρχουν για το σύνολο σχεδόν των οικισμών της Κρήτης. Οι ονομασίες των χωριών και των τόπων, «επιγραφαί γεγλυμμέναι επί του εδάφους», αντανακλούν ιστορικά γεγονότα, χαμένα στα βάθη του αδυσώπητου χρόνου: Σκλαβοπούλα Σελίνου, Σκλαβεροχώρι Πεδιάδος, Σκλάβοι Σητείας, Βαρβάροι... Απηχήσεις μακρινών εποικίσεων σε σημαντικές καμπές της πολυτάραχης ιστορίας του τόπου. Έτσι και η Κασταμονίτσα... Σώθηκε μόνο η παράδοση που λέει πως κάποτε, σε χρόνους μακρινούς, πολλούς αιώνες πριν από σήμερα, έφτασαν στα ριζά του Αφέντη πρόσφυγες από τη μακρινή Παφλαγονία της Μικράς Ασίας, από την Κασταμονή, την πατρίδα των Κομνηνών. Ο τόπος τους άρεσε. Ίσως και να θύμιζε κάτι από την αγαπημένη πατρίδα. Στη μια μεριά το βουνό, πηγή πλούτου σ' εκείνους τους καιρούς, κι οι Κασταμονίτες το ξέρανε. Στην άλλη λόφοι, ρεματιές, γόνιμη γη. Για να θυμούνται την πόλη τους ίδρυσαν την Κασταμονίτσα, δηλαδή μικρή Κασταμονή. Δεν υπάρχουν ούτε ιστορικές πηγές ούτε επιγραφικές μαρτυρίες που να επιβεβαιώνουν την ωραία παράδοση. Οι παλιοί κάτοικοι, όμως, θεωρούσαν δεδομένη την αλήθεια της. Και πολλοί μελετητές τη σεβάστηκαν και την αποδέχτηκαν. Η δυσερμήνευτη ονομασία του χωριού αποτελεί σοβαρή ένδειξη. Και η διάσωση της παράδοσης, που ακουγόταν από παλιά, τότε που δεν υπήρχαν σχολεία και οι γεωγραφικές γνώσεις των ορεσίβιων ήταν πενιχρές, καθιστά ισχυρότερη την ένδειξη. Πρώτος απ' όλους την αποδέχτηκε ο διαπρεπής αρχαιολόγος Στέφανος Ξανθουδίδης, που είχε γεννηθεί σε γειτονικό χωριό, το Αβδού, το 1864. Στα ιστορικά σημειώματα που έγραψε το 1925 τοποθετούσε χρονικά την ίδρυση του οικισμού στη Δεύτερη Βυζαντινή Περίοδο (961-1204 μ.Χ.). Την απέδιδε μάλιστα, σε ενέργειες του Νικηφόρου Φωκά:
«...Ο προνοητικός Νικηφόρος προς ενίσχυσιν του ελληνικού και χριστιανικού πληθυσμού της νήσου [...] προσεκάλεσε αποίκους εκ των ευρωπαϊκών και ασιατικών επαρχιών του εκτενούς βυζαντινού κράτους [...] Και ονόματα πόλεων και εθνικά εδόθησαν υπό των εξ αυτών αποίκων εις χωρία της Κρήτης, όπως λ.χ. η Κασταμονίτσα της Πεδιάδος εκ της Κασταμονής της Μ. Ασίας και οι Ασσίτες τα δυο χωρία του Μαζεβιζίου από την πόλιν Άσσον (κατοικ. Ασσίται) της Μ. Ασίας...» (Στέφ. Ξανθουδίδης, 1964, Χάνδαξ - Ηράκλειον, επιμ. Στυλ. Αλεξίου, σελ. 27-28).
Ο ίδιος έγραψε πως το 1365 οι κάτοικοι της Κασταμονίτσας, μαζί με τους κατοίκους των γειτονικών χωριών, και με αρχηγούς τον Κώστα Μελαχρινό και τον Καλόγηρο Φορνάρη, επαναστάτησαν κατά των Ενετών το 1365 και κατέφυγαν στο Λασίθι με τα ζώα και την κινητή τους περιουσία. Εκεί οχυρώθηκαν όλοι και χρησιμοποίησαν το μέρος ως ορμητήριο (Στ. Ξανθουδίδης, 1939, Η Ενετοκρατία εν Κρήτη, σελ. 102). Άγνωστο σε ποιες πηγές στηρίχτηκε ο σπουδαίος αρχαιολόγος...
Ένας άλλος διαπρεπής ιστορικός, ο Θεοχάρης Δετοράκης, που κι εκείνος γεννήθηκε σε διπλανό οικισμό (Αμαριανώ), τοποθετεί τον εποικισμό σε μεταγενέστερη εποχή: «Στην Κρήτη είχαν καταφύγει κατά καιρούς και πολλοί Έλληνες πρόσφυγες, κυρίως από τη Μ. Ασία, εξαιτίας της τουρκικής εξάπλωσης. Τα τοπωνύμια Τραπεζόντα, Προύσα (Αμπρούσα = Αρχάνες), Κασταμονίτσα κλπ. απηχούν τις εγκαταστάσεις Μικρασιατών φυγάδων κατά τον 14ο και 15ο αιώνα...» (Θ. Δετοράκης, 1986, Ιστορία της Κρήτης, σελ. 207-208).
Ο Στέργιος Σπανάκης, ο ιστοριοδίφης που μας άφησε το πολύτιμο corpus των κρητικών οικισμών (έργο ζωής του ακούραστου ερευνητή), σημειώνει: «Το όνομα ασφαλώς σχετίζεται με την Κασταμονή της Μικράς Ασίας, το όνομα της οποίας ετυμολογούν από το λατ. Castra Comneni, από τα λείψανα φρουρίου των Κομνηνών, απ' όπου καταγόταν πιθανότατα Χριστιανοί της εποχής εκείνης, ύστερα από τους συνηθισμένους διωγμούς των Τούρκων, μετανάστευσαν και εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη, και σε ανάμνηση της πρώτης Πατρίδας, έδωσαν το όνομα στη νέα εγκατάστασή των, όπως συνέβη με την Τραπεζόντα της Σητείας, τη Νέα Αλικαρνασσό των ημερών μας, κ.λπ. Ο εποικισμός αυτός πότε έγινε; Η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου με τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, που σώζεται σήμερο στο νεκροταφείο του χωριού, είναι ένδειξη ότι ο εποικισμός έγινε τουλάχιστο την περίοδο της Βενετοκρατίας, αν όχι παλαιότερα. Πρόβλημα γεννάται όμως γιατί δεν αναφέρεται στις βενετσάνικες απογραφές, είτε σε γνωστά άλλα κείμενα, ούτε στην τούρκικη απογραφή του 1671» (Σ. Γ. Σπανάκης, 1989, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων, τόμος Α', σελ. 375).
Και πράγματι, η απουσία του οικισμού από τις απογραφές τόσων αιώνων είναι αινιγματική. Να είχε εγκαταλειφτεί; Να σχετίζεται με τα μέτρα καταστολής που έλαβαν οι Βενετοί απαγορεύοντας την παρουσία ανθρώπων στο γειτονικό Οροπέδιο; Άγνωστο! Ούτως ή άλλως, όμως, η Κασταμονίτσα βρίσκεται πάνω ακριβώς στα φυσικά περάσματα της Δίκτης. Στους δρόμους των επαναστατών και των ανταρτών. Το βέβαιο είναι, όπως θα δούμε και παρακάτω, ότι πριν από την επανάσταση του 1821 όχι μόνον υπήρχε αλλά και ήταν ένας ακμαίος ημιορεινός οικισμός. Βέβαιο είναι, ακόμη, ότι μαρτυρούνται οικισμοί στην περιοχή της, όπως το Λιχένι (βόρεια της Κασταμονίτσας), που αναφέρονται στην τουρκική απογραφή του 1671. Βέβαιο είναι, ακόμη, ότι υπήρχαν και άλλοι μικροί οικισμοί στην ευρύτερη περιφέρεια, κυρίως οικογενειακού τύπου (π.χ. των Τσαπήδων, οικογένειας που ήρθε από τα Σφακιά και εγκαταστάθηκε αρχικά σε μετόχι ανάμεσα στην Κασταμονίτσα και το Αβδού). Δεν αναφέρεται σε απογραφές αλλά τα ερείπιά του στέκουν ακόμη.
Το επώνυμο Κασταμονίτης απαντάται στην Κρήτη πολύ πρώιμα, από τον 13ο αιώνα. Η οικογένεια Κασταμονίτη κατείχε φεουδαλική γη. Όπως έχει τονιστεί πολλές φορές, «η ύπαρξη εθνικών οικογενειακών ονομάτων φανερώνει συνήθως εποικισμό μιας περιοχής από κατοίκους του τόπου που δηλώνει το όνομά τους...» (Β. Κόντη, «Τα εθνικά οικογενειακά ονόματα στην Κρήτη κατά τη βενετοκρατία,13ος-17ος αι.», στα Σύμμεικτα, τ. 8/1989, σελ. 150). Κατά τις επόμενες δεκαετίες οι αναφορές του επωνύμου είναι συχνές. Το 1281 αναφέρονται οι Μάρκος και Φίλιππος Κασταμονίτης, κάτοικοι Χάνδακα, το 1300 η Κυράννα Κασταμονίταινα, επίσης κάτοικος Χάνδακα, το 1315 ο παπά Γιάννης Κασταμονίτης από τον Μακρύ Τοίχο, το 1324 οι Γεώργιος και Νικόλας Κασταμονίτης από τη Φουρνή (Β. Κόντη, Τα εθνικά οικογενειακά ονόματα..., σελ. 298).
Έντεκα ναοί πριν το 1821!
Κατά τον 18ο αιώνα το χωριό υπήρχε και, μάλιστα, υποδέχτηκε κατατρεγμένους φυγάδες που ήρθαν από τα Σφακιά (από το Ασκύφου και το Μουρί) μετά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη (1770) και εγκαταστάθηκαν εκεί. Φαίνεται πως ήταν ακμαίος οικισμός εκείνα τα χρόνια. Πώς αλλιώς να δικαιολογηθούν οι έντεκα ναοί (!) που υπήρχαν πριν από την επανάσταση του 1821, μερικοί από τους οποίους μάλιστα ήταν τοιχογραφημένοι, που σημαίνει πως είχαν χτιστεί πριν από τον 15ο αιώνα; Η πληροφορία αυτή γράφτηκε από έναν καλό γνώστη των κρητικών πραγμάτων, τον Μιχ. Χουρμούζη - Βυζάντιο, τον Κωνσταντινουπολίτη που είχε έρθει στην Κρήτη το 1828 για να πάρει μέρος στην μεγάλη επανάσταση. Στο νησί έμεινε έξι χρόνια και στο βιβλίο του (Κρητικά, εν Αθήναις 1842) δίνει πολύτιμες πληροφορίες για πολλές πτυχές της ζωής, κυρίως στην κεντρική Κρήτη. Αναφέρει ότι πριν την επανάσταση του 1821 το χωριό είχε 65 χριστιανικές οικογένειες και έντεκα εκκλησίες. Μετά την επανάσταση είχαν απομείνει μόνο 24 οικογένειες και τρεις εκκλησίες! Ο Χουρμούζης είχε γνωρίσει πολύ καλά τα χωριά της Πεδιάδας, τα είχε επισκεφτεί όλα, και οι πληροφορίες του είναι κατά κανόνα ακριβείς. Ακόμη και σήμερα σώζονται μερικές ονομασίες των κατεδαφισμένων ναών ως απλά τοπωνύμια: Άγιος Ισίδωρος, Πανεκλησιά, Κατωκλησιά, Φράρω. Ο Άγιος Ισίδωρος βρισκόταν μέσα στο χωριό, στη νότια άκρη του. Πριν από πενήντα χρόνια βρέθηκαν μεγάλες πέτρες δίπλα σε ανεγειρόμενη οικοδομή, πιθανώς τα ερείπιά του. Η τοπική παράδοση ανακαλεί ακόμη στη μνήμη τη λατρεία του Αγίου Ισιδώρου. Ήταν, λέει, μεγάλος ναός. Και σπουδαίο προσκύνημα... Δυο άλλοι ναοί βρίσκονταν ανατολικά και βόρεια της Αγίας Κυριακής, κι αυτοί μέσα στο χωριό. Άγνωστο σε ποιους αγίους ήταν αφιερωμένοι.
Η επανάσταση του 1821 υπήρξε κομβικό γεγονός για την ιστορία του οικισμού. Στα τέλη του 1822 προσπάθησε να εισβάλει ο Χασάν Πασάς στο Λασίθι διαβαίνοντας τα περάσματα της Κασταμονίτσας (Κ. Κριτοβουλίδης, Απομνημονεύματα του περί αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, Αθήναι 1859, σελ. 193). Σ' όλα τα πλάγια, όμως, είχαν στήσει καρτέρι οι Κρήτες επαναστάτες. Φοβερές μάχες δόθηκαν τότε στα ριζοβούνια της Δίκτης. Ο σκληροτράχηλος Τουρκοαιγύπτιος έχασε πολλούς άνδρες και πολεμοφόδια. Πρόλαβε, όμως, να καταστρέψει ό,τι μπορούσε. Οι παλιοί κάτοικοι του χωριού διηγούνταν ότι πήρε όσα παιδιά βρήκε, αγόρια και κορίτσια, και τα πούλησε στα σκλαβοπάζαρα. Στον Κώδικα Θυσιών του Τουρκικού Αρχείου Ηρακλείου αναφέρεται μόνο μια απαγωγή γυναίκας. Ωστόσο, άλλες αρχειακές πηγές επιβεβαιώνουν την τοπική παράδοση. Σήμερα γνωρίζομε το όνομα ενός ακόμη παιδιού που έζησε ως αιχμάλωτο και, κάτω από άγνωστες συνθήκες, βρέθηκε στη Σύρο. Στον τόπο του επέστρεψε πολλά χρόνια μετά, το 1840. Λεγόταν Χρόνης Μακράκης. Αργότερα, το 1862, απευθύνθηκε στις τοπικές αρχές διεκδικώντας το αναλογούν μέρος της πατρικής του κληρονομιάς (προφανώς δεν τον είχαν συμπεριλάβει στο μοίρασμα της οικογενειακής περιουσίας επειδή τον θεωρούσαν χαμένο). Τότε θα ήταν περίπου 40 χρονών. Η συγκινητική αναφορά περιέχει μόνο ψήγματα της θλιβερής ιστορίας του. Μεταφέρω ένα απόσπασμα (διατηρώντας τη σύνταξή του):
«Ο ευσεβάστως αναφερόμενος Χρόνης Μακράκης από χωρίον Κασταμονίτσα της Επαρχίας Πεδιάδος δηλοποιώ ότι προ 22 έτη ήλθον από Σύρον ως αιχμάλωτος παιδιόθεν και ερχόμενος ενταύθα εζήτησα να αναγνωρίσω τους γεννήτοράς μου, και λαβών άδειαν εξήλθον εις το χωρίον Καστέλλι και αντάμωσα τον πατήρ μου (sic) Γεώργιον Μακράκην, η δε μήτηρ μου είχε απεβιώσει, όστις και με παραδέχθη τέκνον του μέχρι σήμερον. Αλλά προ καιρού διένειμε την περιουσίαν του εις τα άλλα αδέλφια μας δως και εμέ μόνον εν Ξωχώραφον».
Για τις τύχες των άλλων αιχμαλώτων δεν είναι τίποτα γνωστό. Ξέρομε, όμως, ότι τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα μετέδωσαν την πανώλη στους κατοίκους. Ο μαύρος θάνατος ολοκλήρωσε την καταστροφή. Λίγα χρόνια μετά οι κάτοικοι έβαλαν έναν ζωγράφο να τους ιστορήσει την εικόνα του Αγίου Χαραλάμπη, του προστάτη από τη μάστιγα της πανούκλας. Την έβαλαν στην είσοδο του χωριού, στο εικονοστάσι της παλιάς εκκλησιάς του 14ου αιώνα, της Παναγιάς.
Η κατεδάφιση...
Ας επιστρέψομε, όμως, στην τοπική παράδοση και ας παρακολουθήσομε την ανέγερση του ναού. Λίγο μετά την επανάσταση του 1878 οι αντιρρήσεις για την κατεδάφιση είχαν καμφθεί. Μια Κυριακή του 1886 ο ιερέας του χωριού λειτούργησε για τελευταία φορά στην παλαιά εκκλησία. Αμέσως μετά πήραν τις εικόνες, τα καντήλια και τα ιερά σκεύη και κίνησαν όλοι μαζί για τον νεκροταφειακό ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Εκεί τα φύλαξαν. Ο μικρός αυτός ναός που, όπως είδαμε, φέρει τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, υπάρχει ακόμη και σήμερα στη νότια είσοδο του χωριού. Για πολλά χρόνια, μέχρι να αποπερατωθεί ο καινούργιος, η Παναγιά χρησιμοποιήθηκε ως ενοριακός. Εκείνα τα χρόνια ο μικρός αυτός ναός βρισκόταν μέσα σ' ένα απέραντο κυπαρισσόδασος. Οι παλιοί λέγανε πως υπήρχαν ολόγυρα 200 πανύψηλα κυπαρίσσια με τεράστιους κορμούς. Πολλά χρόνια μετά, το 1903, στο Κατάστιχο της Ενορίας καταγράφηκαν μόνο 70, εκείνα που βρίσκονταν μέσα στο εκκλησιαστικό κτήμα. Πιθανώς να κόπηκαν τα υπόλοιπα και να χρησιμοποιήθηκαν στις οικοδομικές εργασίες, σε σκαλωσιές και αραμπάδες.
Την ίδια μέρα τέλεσαν δοξολογία έξω από την Αγία Κυριακή. Όλα ήταν έτοιμα πια για την κατεδάφιση. Όλα... εκτός από τους κατοίκους! Θες από ευλάβεια, θες από αρχέγονο φόβο, στέκονταν ακίνητοι με τα εργαλεία της κατεδάφισης στα χέρια, τις αξίνες, τις βαριοπούλες και τα σφυριά. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει. Ένας - ένας έστρεφαν τα πρόσωπα για να μη βλέπουν το κακό και έφευγαν δακρυσμένοι. Οι αποφάσεις για την οικοδόμηση του νέου μεγάλου ναού κόντεψαν να τιναχτούν στον αέρα. Κανένας δεν ήθελε να λερώσει τα χέρια του αφαιρώντας έστω και ένα χαλίκι από τους τοίχους της παλιάς εκκλησίας. Τη λύση έδωσε ένας γραμματιζούμενος, ο Γέρο Δάσκαλος (έτσι ακουγόταν στο χωριό). Ανέβηκε γρήγορα με μιαν ανεμόσκαλα στη σκεπή, καλούσε έναν - έναν τους συγχωριανούς κι άρχισε να ξεστεγιάζει την εκκλησία.
- Αν είναι αμαρτία, την παίρνω πάνω μου. Το κρίμα στην κεφαλή μου.
Πολλά χρόνια μετά, κατά τη δεκαετία του 1950, ανοίχτηκε ένα σκάμμα γυμναστικής βορειοδυτικά του ναού. Τότε βρέθηκαν πλίνθοι και πέτρες από τον βυζαντινό ναό. Κι όταν σκάλιζαν τα παιδιά, έβρισκαν κονιάματα των τοίχων με τα υπολείμματα των τοιχογραφιών, χρώματα από ζωγραφιές ξεχασμένων αγίων, εικόνες που δεν θα «διαβαστούνε» ποτέ, ιστορίες χαμένες στη δίνη του χρόνου.
Ο πρωτομάστορας
Λίγες ημέρες μετά όλο το χωριό βρισκόταν στο πόδι. Άντρες, γυναίκες και παιδιά συνάζονταν κάθε πρωί στην πλατεία. Ο παλιός ναός δεν υπήρχε πια. Οι πέτρες του ήταν σωριασμένες σε μιαν άκρη, οι σκαλίδες κι οι παλάμες δούλευαν από το ξημέρωμα ως αργά το βράδυ. Έπρεπε να σκάψουν τα θεμέλια στο επικλινές έδαφος, να δημιουργήσουν διαφορετικά επίπεδα, να προσαρμόσουν το κτήριο στην ιδιομορφία του εδάφους. Χρέη πρωτομάστορα ανέλαβε ένας ντόπιος χτίστης, ο Ψυλλαντώνης (Αντώνιος Ψυλλάκης). Δικά του ήταν τα σχέδια. Και είναι απορίας άξιον το πώς κατάφερε με τις εμπειρικές του γνώσεις να φέρει σε πέρας ένα τόσο μεγάλο και δύσκολο έργο για τα δεδομένα της εποχής. Οι περισσότερες εργασίες έγιναν με τα χέρια του. Το κτήρι, το θύρωμα, το πελέκημα του σκληρού μαύρου ασβεστόλιθου. Και κυρίως, οι κολόνες! Οκτώ τεράστιες πέτρινες κολόνες με σκαλιστά κιονόκρανα, άλλα μονοκόμματα κι άλλα ενωμένα με ακρίβεια στη μέση, στήθηκαν σε παράλληλες γραμμές στα σημεία όπου διαχωρίζονται τα τρία κλίτη (Αγία Κυριακή στο κεντρικό, Άγιος Δημήτριος και Άγιο Πνεύμα αντίστοιχα στα άλλα δυο) και μοιράζονται το βάρος των τριών λίθινων ημικυλινδρικών θόλων.
Το πελέκημα και η μεταφορά τους έχουν μείνει για ενάμισι αιώνα ζωντανά στη μνήμη των ανθρώπων σαν κατορθώματα που ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα!
Ο αραμπάς, ο λυράρης και η δύσκολη μεταφορά των ογκολίθων
Ο πρωτομάστορας βρήκε κάμποσους τεράστιους συμπαγείς βράχους στους πρόποδες του βουνού, τρία περίπου χιλιόμετρα βόρεια - βορειοανατολικά του χωριού. Απ' αυτούς έκοψε μεγάλα τμήματα και πελέκησε τις κολόνες. Οι διαστάσεις των συμπαγών μονολίθων προκαλούν δέος! Περίμετρος 2.06-2,10 μέτρα. Ύψος 2.26 μ. Μοναδικά του εργαλεία τα σφυριά και τα καλέμια του χτίστη! Έκοβε την πέτρα σε κάπως μεγαλύτερες διαστάσεις για να μη φθαρεί κατά τη μεταφορά κι έκανε τα φινιρίσματα επί τόπου, μέσα στον ναό. Η παράδοση λέει πως είχε για συνεργάτη στη λάξευση έναν φημισμένο πελεκάνο που κι αυτός καταγόταν από το ίδιο χωριό. Τον Μανώλη Γερακιανό (Γερακιανάκη). Είναι εκείνος που είχε κατασκευάσει το λιθόγλυπτο κωδωνοστάσιο της Μονής Βιδιανής στο Λασίθι.
Η μεταφορά, όμως, τόσο μεγάλων πέτρινων όγκων ήταν δύσκολη, σχεδόν αδύνατη για τα δεδομένα μιας κοινωνίας που δεν διέθετε καθόλου τεχνικά μέσα.
Χρησιμοποιήθηκε κάθε προσιτό μέσο για τη μετακίνησή τους. Μπαζώθηκαν εδάφη για να δημιουργηθούν κατωφέρειες, κύλισαν οι πέτρινες κολόνες πάνω σ' αυτά, δέθηκαν με χοντρά σκοινιά. Όλο το χωριό στο πόδι! Η τελική λύση δόθηκε με τη βοήθεια αυτοσχέδιας ξύλινης κατασκευής (αραμπάς) και με τη χρήση της ανθρώπινης δύναμης. Άλλοι τραβούσαν κι άλλοι έσπρωχναν. Πόντο με πόντο, βήμα με βήμα τραβολογούσαν τους ογκόλιθους στις κακοτοπιές. Άγριος είναι ο τόπος, όπως φαίνεται και από τα τοπωνύμια Χαυγάς και Χαυγούδι, λέξεις που πιθανότατα παράγονται από το ρήμα χαίνω. Χάος, δηλαδή! Από εκεί εξορύχτηκαν οι μονόλιθοι.
Για τη μετακίνηση του αραμπά χρησιμοποιήθηκαν πολλά ζώα, αλλά η περισσότερη εργασία έγινε με ανθρώπινα χέρια. Κανένας αυτοσχέδιος αραμπάς δεν θα μπορούσε να χωρέσει τόσο μεγάλους πέτρινους όγκους! Η μια μεριά των μονόλιθων δέθηκε πάνω στην τροχήλατη κατασκευή και η άλλη, η πίσω, σερνόταν στο έδαφος. Όλο το χωριό ήταν εκεί. Ήταν τότε που η ανθρώπινη επινοητικότητα θριάμβευσε! Η ομαδική προσπάθεια απαιτεί συντονισμό κινήσεων και ρυθμό. Για να δοθεί ο ρυθμός επιστρατεύτηκε ο λυράρης του χωριού. Η παράδοση δεν διέσωσε το όνομά του. Διέσωσε μόνο μια καταπληκτική εικόνα που έχει μείνει παροιμιώδης: Ο λυράρης ανέβηκε πάνω στην κολόνα, κάθισε κι άρχισε να παίζει και να τραγουδά. Οι κατάκοποι χωρικοί ακολουθούσαν τον ρυθμό, έσπρωχναν, τραβούσαν και τραγουδούσαν, μεταφέροντας μαζί και τον... εποχούμενο λυράρη! Άλλωστε, το βάρος του ήταν ασήμαντο μπροστά στο ασήκωτο βάρος του κάθε μονόλιθου. Η άκρως κοπιαστική εργασία γινόταν πιο ευχάριστη. Ίσως και πιο εύκολη. Στο τέλος, όταν έφταναν στην εκκλησία έχοντας φέρει σε πέρας το δύσκολο έργο, έστηναν χορό στην πλατεία! Η ικανοποίηση για το ξετέλεμα της δουλειάς έδινε φτερά στα ποδάρια τους.
Δεν είναι όλες οι κολόνες μονοκόμματες. Μερικές αποτελούνται από δυο ενωμένα κομμάτια, ενώ σ' αυτές που βρίσκονται μπροστά στο ιερό τα συναποτελούντα τμήματα είναι άνισα. Ίσως να μετρήθηκε λάθος το ύψος, ίσως να υπήρξαν άλλα προβλήματα που σχετίζονται με το επικλινές έδαφος. Οι παλιότεροι κάτοικοι, πάντως, ισχυρίζονταν ότι ο πρωτομάστορας δεν είχε βρει άλλους μεγάλους μονόλιθους για να τους πελεκήσει! Γι' αυτό προτίμησε να ενώσει μικρότερα κομμάτια.
Δεν είναι γνωστό πότε ολοκληρώθηκαν οι οικοδομικές εργασίες. Σίγουρα θα χρειάστηκαν χρόνια, ίσως και δεκαετίες ολόκληρες. Η παράδοση διασώζει την ημερομηνία των επίσημων εγκαινίων: 17 Αυγούστου 1905, στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας. Το βιβλίο εσόδων και εξόδων της ενορίας δεν παρέχει καμιά ένδειξη. Αναφέρει όμως ρητά ότι κατά τα επόμενα χρόνια ερχόταν ο Μητροπολίτης Κρήτης στις 7 Ιουλίου και χοροστατούσε στο μεγάλο πανηγύρι της Αγίας Κυριακής, που από τότε συγκέντρωνε μεγάλο αριθμό προσκυνητών. Στο βιβλίο της Ενορίας καταγράφονται ακόμη και τα έξοδα που γίνονταν για τη διαμονή και το τραπέζωμά του.
Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας, λοιπόν, ο ναός ήταν έτοιμος. Έμενε μόνο μια σοβαρή εκκρεμότητα: το καμπαναριό!
Στο υπέρθυρο της κεντρικής (νότιας) εισόδου είναι χαραγμένη επιγραφή σε σχήμα ανάγλυφου ειληταρίου που γράφει:
Ο ΝΑΟΣ
ΤΗΣ ΑΓ[ΙΑΣ] Μ[ΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ] Κ[ΥΡΙΑΚΗΣ] ΙΔΡΙΘΕΙΣ
ΤΗ 14 ΙΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ 1886
ΥΠΟ ΤΟΥ ΑΡ. Μ. Μ.
Η χρονολογία 1886 αντιστοιχεί στην ημερομηνία έναρξης των εργασιών.
Η παράδοση δεν διέσωσε το πλήρες όνομα του αναφερόμενου ως ιδρυτή. Κανείς δεν θυμάται ποιος ήταν ο ΑΡ. Μ. Μ.
Η φωτογραφική επισφράγιση
Πολλά χρόνια μετά, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, οι κάτοικοι αποφάσισαν να ολοκληρώσουν το έργο. Οι εποχές, όμως, είχαν αλλάξει. Ένα καινούργιο υλικό κυριαρχούσε στις οικοδομικές εργασίες: το τσιμέντο! Μ' αυτό αποφάσισαν να φτιάξουν το καμπαναριό του ναού. Όμως, τεχνίτες ειδικευμένοι στη νέα τεχνολογία δεν υπήρχαν στο χωριό. Κάλεσαν έναν εργολάβο από το Μεραμπέλλο και του ανέθεσαν τη λεπτή αυτή εργασία. Το όνομά του υπάρχει ακόμη στην επιγραφή του καμπαναριού, κάτω από τη χρονολογία 9 Οκτωβρίου 1933:
Τε[χνί]της Δ. Γ. Σκουληκάρης.
Ούτε η τοπική παράδοση ξέχασε το πέρασμά του από το χωριό. Έμεινε, λένε, κάμποσους μήνες, όσο χρειάστηκε να φτιάξει καλαίσθητα καλούπια, να βάλει σίδερα και να ρίξει το σκυρόδεμα. Και είναι αλήθεια πως ο άνθρωπος αυτός προσπάθησε να δημιουργήσει γεωμετρικά σχήματα, να κατασκευάσει ένα έργο ανάλογο με την ποιότητα του ναού.
Η παραμονή του εργολάβου στο χωριό αποτελεί μια ακόμη απόδειξη για τον τρόπο που αντιμετώπιζαν τα κοινά προβλήματα οι τοπικές κοινωνίες. Οι εθιμικοί κανόνες που απαιτούν την από κοινού συνεισφορά ήταν (και νομίζω πως είναι ακόμη) ισχυροί. Τη διατροφή του ξένου ανέλαβαν εκ περιτροπής όλες οι οικογένειες του χωριού. Κάθε μέρα, μεσημέρι - βράδυ, τον καλούσαν σε διαφορετικό σπίτι. Και η φιλοξενία του ήταν βασιλική! Ο Σκουληκάρης δεν ήταν μόνον ο ξένος που βρισκόταν στο χωριό τους. Ήταν ο κάτοχος μιας καινούργιας γνώσης που, όπως ήξεραν ήδη, έμελλε να κυριαρχήσει στην οικοδομή. Κάμποσοι παρατηρητικοί μαστόροι έμαθαν τότε την τέχνη. Το χωριό, που ειδικευόταν από παλιά στη μαστορική τέχνη, συνέχισε την οικοδομική του παράδοση.
Κι όταν τέλειωσε το έργο κάλεσαν φωτογράφο στο χωριό, στήσανε καρέκλες μπροστά στον ναό, ήρθαν οι προύχοντες, κάθισαν, κάθισε μαζί τους κι ο εργολάβος, πόζαραν όλοι μαζί. Η φωτογραφία έμεινε σαν παρακαταθήκη μνήμης κρεμασμένη στους τοίχους των σπιτιών. Κι ήταν εκείνη η φωτογραφία κάτι σαν επισφράγισμα μιας πολύχρονης προσπάθειας. Κάτι σαν επισφράγισμα και της δικής τους περηφάνιας!
ΣΗΜ. Πληροφορίες για το παραπάνω κείμενο αντλήθηκαν από συζητήσεις που έγιναν πριν από πολλά χρόνια με τους αειμνήστους Γεώργιο και Ευπραξία Ψυλλάκη, Χριστίνα Ψυλλάκη, Μιχάλη Κοντάκη, Δημήτριο Ψυλλάκη, Καλλιόπη Καλαϊτζάκη, Δημήτριο Δηλαβεράκη (Δημητράκης). Ας είναι ελαφρύ το χώμα της Κασταμονίτσας που τους σκεπάζει.
Ευχαριστίες οφείλω στον π. Κωνσταντίνο Καλαϊτζάκη (εφημέριο για πολλά χρόνια), στον π. Νικόλαο Βαρελά (σημερινό εφημέριο), καθώς και στους κ.κ. Ηλία Ψυλλάκη, Ζαχαρία Γερακιανάκη, Μανώλη Μακράκη, Αμαλία Ψυλλάκη και Λεωνίδα Δηλαβεράκη για τις πληροφορίες που μου έδωσαν.