Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΚΗΡΥΤΤΕΙ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ (ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΥΦΙΛΗΤΗΣ)
Είναι μια διαφορετική ανάγνωση της Πολυφίλητης, του μυθιστορήματος που κυκλοφόρησε το 2015. Δια χειρός ενός δόκιμου ποιητή, του Λουκά Δ. Παπαδάκη:
ΛΟΥΚΑΣ Δ. ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ
ΠΟΛΥΦΙΛΗΤΗ
Μυθιστόρημα, εκδ. Καρμάνωρ, Ηράκλειο 2015
«Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, στα παιδικά μου χρόνια ακούγονταν ακόμη ιστορίες, παραδόσεις και θρύλοι από την εποχή τού Κρητικού Πολέμου (1645-1669) κι ας είχαν περάσει 300 χρόνια από την κατάληψη του νησιού».
Με αυτά τα λόγια τού συγγραφέα, που απόθεσε με αγάπη στις Ευχαριστίες του, ξεκινά το καινούργιο βιβλίο του, το μυθιστόρημα η «Πολυφίλητη», και, διαβάζοντάς τα, σκέφτεσαι ότι ο Ψιλάκης σκάβει ακόμη πιο βαθιά στη μνήμη με εργαλείο τούτη τη φορά τη δημιουργική φαντασία. Η ιστορία μάς μεταφέρει στον Χάντακα, το σημερινό Ηράκλειο, με τα στίφη τών Οθωμανών να τον περιζώνουν, για να τον αλώσουν. Η πολιορκία θα διαρκέσει 22 ολόκληρα χρόνια (1647-1669), αυτή την περίοδο καλύπτει και το βιβλίο.
Το κείμενο, όπως θα αποδειχθεί, δεν κινείται σε ένα επίπεδο. Ξεκινούμε διαβάζοντας μυθιστόρημα: Η Φραντζέσκα, η ηρωίδα μας, εγκαταλείπει νύχτα το χωριό της, το Στροβίλι, ένα τόπο που «έβλεπε κάθε μέρα να στενεύει, να μικραίνει, να μη χωρά πια μήτε την παραπόνεση μήτε τ’ όνειρο». Το εγκαταλείπει με το μωρό της, νόθο κι αυτό, στην αγκαλιά, που οι «δούλες ψυχές» θέλανε να της το χαλάσουνε. Σαν την ερωτούσανε ποιος της το ’σπειρε, απαντούσε: «Ο Θεός! Ο Θεός μου το ’πεψε. Κι ό,τι σου πέμπει ο Θεός δεν μπορείς να το γυρίσεις πίσω». Μόνη της έγνοια αυτό το κορίτσι, «η ντροπή τού κόσμου», να ζήσει μια άλλη, μια καλύτερη ζωή.
Δεν θέλει όμως πολύ να συνειδητοποιήσουμε ότι ο συγγραφέας δεν σχεδιάζει στο χαρτί ένα ταξίδι για άλλους, αλλά μετέχει ο ίδιος σε αυτό, δίδοντας κάτι από τον εαυτό του στους κεντρικούς του ήρωες, παίρνοντας και ο ίδιος από αυτούς. Έτσι μάς αποδίδεται ένα νέο ταξίδι φυγής και επιστροφής τού Οδυσσέα, και προσμετρούμε, βεβαίως, και την Οδύσσεια του ναύτη σε αυτήν Καζαντζάκη. Αυτή λοιπόν η ρακένδυτη Φραντζέσκα, η φτωχούλα τού Θεού, αυτή που ο λαός αποκαλούσε «Λαχάρικη» και πιο βαριά «Μπαστάρδα», μας συστήνεται, έστω συγκαλυμμένα, ώς νόθη κόρη τού Οδυσσέα. Ένας γραμματιζούμενος, κάποιος δηλαδή που ξέρει κάτι παραπάνω, να ποιεί και να παραποιεί, θα την γράψει «θυγατέρα τού ποτέ κυρ Νεσούνου», πάει να πει, του Κανενός, του Ούτινος, του Δυσσέα. «Πρόσθεσαν κι αυτό το «ποτέ», που πάει να πει πως αυτός ο Κανένας ήταν πεθαμένος· ή πως δεν είχε γεννηθεί ποτέ!».
Η Φραντζέσκα κλείνεται στον ασφαλή Χάντακα και εκεί της ανοίγεται ένας πρωτόγνωρος κόσμος. Γυρίζει τους πολύβουους δρόμους τής πόλης και «καμαρώνει τα έργα τού ανθρώπου». Στέκεται έξω από ένα εργαστήρι ζωγραφικής: «Πρώτη φορά έβλεπε άνθρωπο να ζωγραφίζει, κι ήταν σα να βρισκόταν μπροστά στο μεγαλύτερο θαύμα τού κόσμου, κι έλεγε πως σε λίγο θα σηκωνόταν η Παναγιά από τη χρωματισμένη τάβλα και θα ζητούσε καθρέφτη για να δει τη μορφή της».
Η τύχη ή η μοίρα το φέρνει και τα βήματα την οδηγούν στην πόρτα τού Αγουστή τού αυτοδίδακτου Νοδάρου, συμβολαιογράφου δηλαδή, που είναι κι εκείνος στη δούλεψη του μισέρ Λορέντζου.
Ο Αγουστής έχει βάλει μπροστά και γράφει ένα μυθιστόρημα. Ένας τρόπος είναι κι αυτός να ζεις, αφού «με κάθε μας αφήγηση ξαναπλάθομε τον κόσμο». Πρωταγωνίστριά του είναι κάποια Μαργέτα, μικρή Μαρία, που ψάχνει το χαμένο της παιδί. Τα στοιχεία θυμίζουν την Μαντόνα. Και ενώ ο Αγουστής βρίσκεται σε αδιέξοδο, ούτε η Ιλιάδα με την πολιορκημένη επίσης Τροία και την Κασσάνδρα της τον λυτρώνουν, αντλεί έμπνευση από την Φραντζέσκα. Όμως την κρίσιμη στιγμή θα την αρνηθεί, από φόβο θα προδώσει την ίδια του την τέχνη, γιατί παραμένει δούλος τού κόσμου του και του χρόνου του, και «όλοι οι δούλοι έχουν την ίδια τύχη· αυτό που παθαίνει ο ένας σήμερα είναι γραφτό να το πάθει ο άλλος αύριο». Ενώ έβλεπε ότι η Φραντζέσκα «δε σήκωνε μόνο το δικό της μωρό. Κρατούσε κι άλλα: τη Μαργέτα, τη Γιαννούλα, την Κασσάντρα, όλες μωρά», δείλιασε και έπεισε εαυτόν ότι «η Φραντζέσκα δεν είχε γυναικείο πρόσωπο, μα αντρικό». Ένα τίποτα είναι το δράμι που χαλάει το ζύγι. Το έργο του δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ.
Ο Ψιλάκης παρακολουθεί τα εμπόδια του Αγουστή, γνωρίζει πολύ καλά τα συγγραφικά αδιέξοδα, και τα αντιπαρέρχεται στην «Πολυφίλητη» με ένα τρόπο, που έχει χρησιμοποιήσει επιτυχώς και στο παρελθόν, τον ποιητικό. Σε αντίθεση με το πρώτο του μυθιστόρημα, το «Δυο φεγγάρια δρόμο, όπου κυριαρχούσαν τα ιστορικά, γλωσσικά και λαογραφικά στοιχεία, εδώ ημερώνει όλα τα επιμέρους στοιχεία και στήνει ένα τόντι ποιητικό μυθιστόρημα. Για τούτο παραθέτει κανόνες ποιητικής: «Για να γίνει κανείς ποιητής πρέπει να έχει εμπνεύσεις, να τρέχουν οι λέξεις ανάμεσα στα δάχτυλά του (…). Πρέπει να ταξιδεύει μαζί με τους ήρωες. Να τους μιλεί και να του μιλούνε». «Οι ποιητές τυλίγουν και ξετυλίγουν κουβάρια, μοχτούν να φτάσουν στην αυγή τών πραγμάτων, κατεβάζουν θεούς για να δαμάσουν το τέλος τής ιστορίας και τέλος δεν υπάρχει. Μόλις κλείσει ο κύκλος, ανοίγουν πάλι τα σαγόνια τού χρόνου, ανοίγουν κι άλλες άγραφες σελίδες, μετακινούνται τα σύνορα, πλαταίνει ο κόσμος». «Ακόμη κι όταν ανατρέχει ο ποιητής στο παρελθόν, πρέπει να το κάνει σαν τον άλτη που πηγαίνει κάμποσα βήματα προς τα πίσω για να πάρει φόρα».
Ελέγχοντας τις αντιλήψεις του, ο ποιητής δεν θα συντριβεί αποκαλύπτοντας κόσμους που μοιάζουν φανταστικοί. Όλα είναι στο χέρι του και στο μυαλό του. Δεν αφήνει τίποτε στην τύχη, ούτε και στην πρόνοια. Ας λέει ο λαός, «Βάνει ο Θεός το χέρι του κι όπου θέλει τη γέρνει τη ζυγαριά». Λίγο να αφεθεί, θα χαθεί. Θα είναι πολύ αργά για κείνον, όταν θα διαβάσει στο τετράδιο του νεκρού φίλου του: «τις πιο γερές φυλακές δεν τις χτίζουν με φθαρτά υλικά· με τον φόβο τις χτίζουν». Θα έχει ήδη συνηθίσει το κλουβί του και τη μια σταλιά ζωή. Και τότε, μέσα από αυτή τη ζωή και αυτή την ασφάλεια, θα θελήσει την Τέχνη να βάζει φωτιές. Αντί να ελευθερωθεί, θα κάνει επαναστάσεις.
Το ταξίδι τής Φραντζέσκας είναι εκείνο του ποιητή και σε αυτό ανατρέπονται προαιώνιες δοξασίες. Είμαστε σε ένα διαρκές παρόν. Ο Χάντακας του Φραντσέσκο Μοροζίνι και του Αχμέτ Κιοπρουλή είναι το Ηράκλειο, η Ελλάδα, ο κόσμος όλος τού σήμερα. Ένας κόσμος που σωριάζεται. Τώρα και από πάντα. Ας λένε οι παπάδες ότι ο Θεός έπεψε του Αγαρηνούς για τις αμαρτίες τού κόσμου. Ας γράφει ο Όμηρος ότι τις αναποδιές τις δίνουν οι θεοί, οι άνθρωποι τις δίνουν. «Φοβούμαι τον πόλεμο, τις προξενήτρες, τις μπόμπες, την καμπάνα, που χτυπά συναγερμό, τους ντοτόρους, την πανώγλα, τη ζήση, τον θάνατο. Και το χειρότερο: φοβούμαι τους ανθρώπους». Η Φραντζέσκα και ο ποιητής δεν θα αργήσουν να αντιληφθούν ότι οι Χάντακες μας χαντακώνουν.
Για την αυτοεπιβεβαίωσή τους τα αρσενικά έπλασαν ένα κόσμο – αρένα κατά τη γυναικεία φύση όχι όπως είναι, αλλά όπως την υπέθεσαν. Τα στερεότυπα μας σημαδεύουν βαθιά: Ο κόσμος τής γυναίκας είναι εσωτερικός, εντός των τειχών, μια αποτύπωση της μήτρας· η γειτονιά, η αυλή, η κουζίνα, η κρεβατοκάμαρα. Η οικογένεια. Εκεί είναι ο χώρος της, το πεδίο δράσης της, ο αγώνας και ο πόλεμός της. Εκεί υπάρχει. Ο έξω κόσμος είναι για να σφάζονται Ανατολίτες και Δυτικοί για μιαν Ελένη, και, επειδή πάντοτε θα αποτυγχάνουν, θα αρκούνται στον βιασμό της. Τούτο τον καιρό σώμα της γυναίκας είναι οι Κρήτη, που για τη χάρη της συγκρούονται δύο αντιλήψεις με κοινή νοοτροπία: «Δυο ξένοι μάς βάλανε στη μέση, μα αν τους κοιτάξει καλά, δεν είναι δυο. Ένας είναι».
Ο κόσμος των αντρών είναι γεμάτος βεβαιότητες, που γεννούν τον φόβο και την ανασφάλεια. Αγόρια και κορίτσια ετοιμάζονται, ήδη από τον κόρφο τής μάνας, για την αιώνια βεντέτα, να εκδικηθούν δηλαδή τον άντρα. Τα Γράμματα και οι Τέχνες πήρανε μπούσουλα και υπηρετούν τη βάρβαρη πραγματικότητα. Ακόμη και το έγκλημα δεν μπορεί να σταθεί, χωρίς τα δεκανίκια τού πολιτισμού. Έτσι ο στίχος, η μουσική, η ζωγραφική, με τα οποία «λέει κανείς ό,τι σκέφτεται», κρύβουν τον κόσμο, ικανοποιώντας τη ματαιοδοξία τού ανθρώπου: «Εύκολα κατάλαβε πως στον ένα πίνακα εικονιζόταν ο μισέρ Τζάκομο όπως ήταν και στον άλλον όπως θα ήθελε να είναι. Ίσως να μην του άρεσε το πρώτο πορτρέτο, ίσως να το μαχαίρωσε ο ίδιος, να το πέταξε και να παράγγειλε καινούργιο».
Ας φτιάχνουν οι άντρες την ιστορία τους κατά πώς τους βολεύει, η ηρωίδα δεν θα αφήσει τη σκόνη τού χρόνου να σκεπάσει τα χνάρια των ανθρώπων. Μόνο ο σεβασμός στην Ιστορία θα αποδείξει ότι τα τείχη ετοιμάζουν τη δική μας πτώση· έξω από αυτά δεν υπάρχει η απειλή και ο θάνατος, αλλά ένας «τόπος με τα βουνά και τις ομορφάδες του, (…) το μπλάβο τής θάλασσας, το τραγούδι του ναύτη». Αυτό τον κόσμο, που «δεν μαθαίνεται με τις ζωγραφιές», ευαγγελίζεται η Φραντζέσκα. Γιατί το παιδί «δε θέλει μόνο φαΐ για να μεγαλώσει. Θέλει το γέλιο και την αναγάλλια του, θέλει το ταχτάρισμα και το νανούρισμά του». Έτσι μόνο θα πάψει η ανημποριά και η κακομοιριά τού ανθρώπου. Ένας στρατηγός είχε πει: «Όσο υπάρχουν γυναίκες, δε θα πέσει το Κάστρο». Λάθος, όσο υπάρχουν γυναίκες, δεν θα γκρεμιστεί ο κόσμος, γη κι ουρανός.
Στην Φραντζέσκα, που ατιμάζεται και αφήνει έκθετη την κόρη της στα σκαλιά τού Αγίου Σαλβαδόρου, αναγνωρίζουμε την Μινωίτισσα πρόγονό μας. Είναι η ερωτευμένη γυναίκα που χορεύει στο ιερό άλσος με τις ελιές, η Παριζιάνα, η γυμνόστηθη Φιδούσα. Είναι η φίλη τού Λέου, του Αμανίτη, του Μανέα, του Αγουστή. Είναι η Παναγιά η Γαλακτοτροφούσα και ο μαντατοφόρος άγγελός μας. Σα συλλογιέμαι την αγάπη τού Χριστού στη γυναίκα, οι τοιχογραφίες τής Κνωσού γίνονται αγιογραφίες. Οι γυναίκες με τον καιρό αγιάζουν· η Γριά, η Πελεγρίνα. Συγκεντρώνονται γύρω από τη Φραντζέσκα και γίνονται χορός. Ένας χορός που θα νικήσει αναίμακτα τον τύραννο.
Η κόρη τής Φραντζέσκας αποκαλύπτεται στα είκοσι δύο της χρόνια, το δε όνομά της είναι κοινό υποκοριστικό δύο ονομάτων, της Ρεγγίνας και της Ειρήνης. Είναι η βασίλισσα ειρήνη, που θα πει: «Γεννήθηκα σε μια πόλη που δεν υπάρχει. Ζω σ’ έναν κόσμο που δεν υπάρχει. Με φωνάζουν Εργινούσα. Και δεν μπορώ να ζήσω με τις μνήμες τών άλλων». Οι νέοι πιάνουν το θιαμπόλι και τραγουδούν τον έρωτά τους. «Αν σωθεί κάποτε τούτος ο κόσμος, θα τον σώσουν οι νέοι, μόνον αυτοί μπορούν να σκεπάζουν με το τραγούδι τους τα χαλάσματα».
Στο ζόφο τής πολιορκίας, με τα κομμένα κεφάλια στα κοντάρια να φοβερίζουν ή αλατισμένα, για τα λύτρα, η γυναίκα δεν κηρύττει την επανάσταση, αλλά την ανάσταση. Ρωτάει ο ζωγράφος τη Γριά, που είναι όλες οι γριές του κόσμου, ποια τεχνοτροπία να κρατήσει στον πίνακα που του παραγγέλνει: «Πώς τον θες τον Χριστό; Α λα γκρέκα; Να τραβά τον άνθρωπο από το χώμα, όπως τον ζωγραφίζουν οι ντόπιοι ζωγράφοι, ή α λα λατίνα;».
«Τους ανθρώπους θέλω να ζγουραφίσεις. Τους αποθαμένους, έναν άντρα και μια γυναίκα, να προβάλλουν σιγά-σιγά μέσα από το μνήμα και να βγαίνουν μοναχοί τους από τα τάρταρα. Έτσι τη θέλω την εικόνα μου. Θέλω να μοχτεί ο άνθρωπος, να παλεύει με τον Χάρο, να βγαίνει νικητής από τη μαύρη γης. Να κάμεις κι έναν Χριστό παραδίπλα. Να τον ζγουραφίσεις όμορφο, ντυμένο στα χρυσόρουχα. Να στέκει δίπλα στους αποθαμένους, αλλά να μην τους βγάζει συρτούς από τον Άδη, μόνο να τους κάνει σινιάλο: «Ελάτε, ελάτε, μη δειλιάζετε, μπορείτε». Αυτό θα πει παράδεισος: να ’χεις καλό συμβουλάτορα. Κι οδηγό. Αυτό θα πει ανάσταση: να σηκώνεσαι μοναχός σου».
Ο Ψιλάκης γράφει για το σήμερα. Τον 17ο αιώνα ήταν οι Βενετσιάνοι και οι Τούρκοι, και οι Κρητικοί υπέμεναν τη μοίρα τους, μην βάζοντας στο νου το χειρότερο: «Δούλος είμαι με τους παλιούς αφεντάδες, δούλος θα ’μαι και με τους καινούργιους. Γιατί να πολεμήσω; Για να σκοτώσω τον έναν αφέντη και να καμαρώνω πόσο καλά με ληστεύει ο άλλος; Πουθενά δεν πάω». Και: «Να μη με μαγαρίσουν οι άλλοι. Οι ξένοι. Λες κι οι ντόπιοι μαγαρίζουν πιο όμορφα από τους ξένους».
Στον σύγχρονό μας κόσμο, στον οποίο το οικοδόμημα της ελληνικής σκέψης και αντίληψης δείχνει έτοιμο να σωριαστεί, ο άνθρωπος, που γαλουχήθηκε να θεωρεί μείζον αγαθό την ελευθερία, αισθάνεται χαμένος: «Ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος του κόσμου είναι εκείνος που αναγκάζεται να διαλέγει αφεντάδες». Παραδίδεται αμαχητί ή αρπάζεται από ό,τι εγγύτερο στις αρχές του, που και αυτό όμως αποδεικνύεται «πουκάμισο αδειανό». «Ναι, είναι νησί η Ευρώπη, ένα νησί που ξεμακραίνει· σαν το κάτεργο που λύνει τα πανιά κι αρμενίζει στο πέλαγος. Κάτεργο κι η Ευρώπη. Με τριάντα καπετάνιους. Ο ένας λέει «βίρα την άγκυρα» κι ο άλλος «μάινα»…».
Είναι η ανάγκη που αναδεικνύει τους ποιητές. Και εδώ ο ποιητής γίνεται προφήτης. Στη συμφορά μας οι άνθρωποι νομίζουμε ότι αυτό που ζούμε είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο, το τέλος του κόσμου. Δεν είναι όμως. Γι’ αυτό, μας συμβουλεύει ο Ψιλάκης, εκείνον που προφητεύει τη συντέλεια να μην τον αποπαίρνομε, «να μην τον βγάζομε από τον κόσμο του». Ευλογήθηκε να έχει ένα δικό του κόσμο. Είπε το ουαί! Ακόμη κι αν αυτός ο κόσμος είναι φυλακή, αυτό το «ουαί!» είναι το παράθυρό της.
Και στις δικές μας μέρες είναι πολλοί οι απελπισμένοι, που σχεδιάζουν να μεταναστεύσουν, νομίζοντας ότι θα τύχουν καλύτερης ζωής. «Διαβάζουν χάρτες, μελετούν, ψάχνουν τις καινούργιες πατρίδες τους». Ξένεψε η πατρίδα τους και την ψάχνουν στα ξένα. Και δεν καταλαβαίνουν ότι Ανατολή και Δύση είναι τόποι, τους οποίους πλάθουν οι αβάσιμες φοβίες και οι φρούδες ελπίδες μας. Δεν νιώθουν ότι δεν είναι τόποι χωρίς πολέμους και ότι «καλύτερος τόπος από τον τόπο της καρδιάς δεν υπάρχει».
Χρειάζεται ο ποιητής να γράψει στο χαρτί ν’ ακούσουμε σπαρακτική τη φωνή τού συνανθρώπου μας: «Είμαι πρόσφυγας πια. Κι οι πρόσφυγες δεν φεύγουν ποτέ… Είμαι πρόσφυγας πια. Κι οι πρόσφυγες δεν ξεχνούνε… Είμαι πρόσφυγας πια κι οι πρόσφυγες δεν σωπαίνουν».
Σηκώνοντας την άγκυρα, υψώνοντας τα πανιά, κωπηλατώντας, κουνώντας μαντήλι στη νήσο τών ονείρων, με το Μεγάλο Κάστρο να πυρπολείται, ανακαλύπτει ο άντρας την πολυφίλητη πατρίδα στο πρόσωπο μιας γυναίκας. Και πέφτει τότε άνθρωπος στη θάλασσα να σωθεί στην αγάπη της, γιατί «δεν ξεχνά κανείς τούς αγγέλους».