Οι λεπτές αποχρώσεις της γλώσσας μας...

Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

Τον συνάντησα πριν από κάμποσα χρόνια, σ' ένα μικροχώρι της Μεσαράς, το Απεσωκάρι. Στεκόταν στην πόρτα του καφενείου, πελατεία δεν είχε· πάνω στο τραπεζάκι με τη φορμάικα βρισκόταν ένα άδειο φλιτζάνι καφέ - το δικό του - κι ένα μισογεμάτο ποτήρι νερό. Παλιοί χάρτες, μπροσούρες και διαφημιστικά της δεκαετίας του '80, ίσως και του 70, κοσμούσαν τους τοίχους, μια σβησμένη ξυλόσομπα βαμμένη με ασημί λαδομπογιά συμπλήρωνε το λιτό σκηνικό. Ήταν οι τελευταίες ημέρες του χειμώνα, τα δέντρα είχαν κιόλας πετάξει τους πρώτους βλαστούς.

- Καλώς τους! είπε μόλις μας είδε και πρόσφερε καρέκλες.

Από την άλλη άκρη του δρόμου φάνηκε ένας ηλικιωμένος, προχώρησε, πέρασε το κατώφλι, χαιρέτησε και κάθισε στην άκρη, δίπλα στην πόρτα. Καθίσαμε κι εμείς.

- Παλιό καφενείο, ψιθύρισα βλέποντας μια παμπάλαια καμάρα στο βάθος.

- Παλιός κι ο καφετζής, απάντησε.

- Πόσο παλιός;

Χαμογέλασε με νόημα κι έτρεξε στο τεζιάκι. Ακριβώς δίπλα κρεμόταν ένα χαρτόνι γραμμένο με χοντρό μαρκαδόρο. Το ξεκρέμασε και το έφερε μπροστά μου.

- Διάβασε...

Δυσκολεύτηκα κάπως καθώς η προχειρογραμμένη μαντινάδα δεν υπάκουε ούτε σε γραμματικούς ούτε σε μορφολογικούς κανόνες.

- Εξήντα χρόνια καφετζής εγώ κι αμοναχός μου

μη τ' αξιώνει ο Θεός  μήτε και στον εχθρό μου.

- Ξέρεις τι θα πει εξήντα χρόνους καφετζής;

Έγνεψα πως ξέρω, αλλά το μυαλό μου βρισκόταν αλλού· στο δεύτερο μισό του πρώτου ημιστιχίου, σ' εκείνη την περίφημη φράση «εγώ κι αμοναχός μου»· χρόνια είχα να την ακούσω.

- Τι θα πει «εγώ κι αμοναχός μου;»

Αιφνιδιάστηκε με την ερώτηση.

- Δεν είστε Κρητικοί;

- Πάππου προς πάππου!

- Ε, τότε, κατέχετε...

 

Ένας μοτοσυκλετιστής σταμάτησε στην πλατεία, είχε μπερδευτεί στο σταυροδρόμι κι έψαχνε κάποιον να του δείξει τον δρόμο για το μοναστήρι των Απεζανών. Ο καφετζής παράτησε το χαρτόνι στο τραπέζι μας κι έτρεξε να του δώσει πληροφορίες. Φωτογράφισα την ιδιόγραφη μαντινάδα, τελικά η γλώσσα είναι ένα σύνολο από γλωσσικές ποικιλίες, ένας ανεκτίμητος θησαυρός που αποτελείται από λέξεις, φράσεις, χειρονομίες, νοήματα που πρέπει να τις έχεις χωνέψει καλά για να καταλάβεις. Εκείνο το «εγώ κι αμοναχός μου» στάθηκε αφορμή και για τούτο το κείμενο. Μια εμφατική αντωνυμία που δείχνει τις λεπτές αποχρώσεις των γλωσσικών ιδιωμάτων και, ιδιαίτερα, του δικού μας του Κρητικού· δύσκολο πολύ να την καταλάβει όποιος δεν μίλησε με τις γριούλες στις αποσπερίδες, όποιος δεν άκουσε τους παλιούς παραμυθάδες να στολίζουν με λέξεις - σημαίες τα παραμύθια τους, όποιος δεν έμαθε τη γλώσσα πριν από την επέλαση της τηλεόρασης, του μέσου που επέβαλε μια πτωχευμένη μορφή της  λεγόμενης «κοινής νεοελληνικής».

Η φράση που με τόση φυσικότητα χρησιμοποίησε ο καφετζής από το Απεσωκάρι της Μεσαράς (και που θα είναι παντελώς άγνωστη σε λίγα χρόνια) δηλώνει κακοπάθημα, συμφορά, δυστυχία. Αλλά κι ευχή να μην πάθει το ίδιο κανείς άλλος άνθρωπος:

«Ο τάδε, αυτός κι αμοναχός του, γκρεμίστηκε σε μια λατσίδα κι έκαμε πέντε μήνες στο νοσοκομείο...» 

«Ε, κακομοίρα μάνα μου, εσύ κι αμοναχή σου,

για μια γυναίκα δίμουρη θα χάσεις το παιδί σου».

Μερικές φορές όμως ακούγεται και σαν επίπληξη, ακόμη και σαν έκφραση αποδοκιμασίας:

«- Έπιασα την κουβέντα με τη γειτόνισσα κι ετσίκνωσα το φαΐ.

- Εσύ κι αμοναχή σου!»

 

Ο μοτοσυκλετιστής έβαλε μπρος τη μηχανή κι έφυγε, ο καφετζής επέστρεψε στη δουλειά του, μας έφτιαξε καφέ, τον σέρβιρε και δέχτηκε πλερωμή με το ζόρι· σε τούτα τα μέρη το κέρασμα του περαστικού και του ξένου εξακολουθεί να είναι νόμος.

- Δεν καταδέχεσαι να σε κεράσω;

- Με κέρασες ήδη. Με τη μαντινάδα σου, απάντησα. Κι έτσι ένιωθα, κερασμένος. Πολύ πιο σπουδαίο να σε κερνά κανείς μια λέξη ή μια ξεχασμένη φράση παρά... σαράντα καφέδες!