ΚΙ ΟΙ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΣΩΠΑΙΝΟΥΝ
Ένα από τα πιο σκοτεινά περιστατικά της ναζιστικής εποχής βρίσκεται στο επίκεντρο του νέου ιστορικού μυθιστορήματος του Νίκου Ψιλάκη Κι οι θάλασσες σωπαίνουν που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καρμάνωρ: η βύθιση του πλοίου Τάναϊς, που μετέφερε, κλεισμένους στ' αμπάρια του, Έλληνες ομήρους, Ιταλούς αντιφασίστες, και όλους τους Εβραίους της Κρήτης.
Ο αφηγητής και ήρωας του μυθιστορήματος επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο είκοσι χρόνια μετά και αναζητεί τα ίχνη του πατέρα του, που είχε χαθεί το 1944, και ως αιτία της εξαφάνισης αναφέρεται ο πνιγμός του στο ναυάγιο. Εκείνος αποφασίζει να συνεχίσει το ψάξιμο, σεβόμενος την υπόσχεση προς τη μητέρα του, που θεωρούσε τον άντρα της ακόμη ζωντανό. Μέρα με τη μέρα βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τα συμβάντα του πολέμου αλλά και με τις συνέπειές τους στις ζωές των ανθρώπων, τις κάθε λογής στοχοποιήσεις κοινωνιών και ατόμων, ακόμη και με τις σιωπές της ιστορίας. Οι παλιές πληγές ματώνουν με την πρώτη ψηλάφησή τους, το παρελθόν εξακολουθεί να καθορίζει το παρόν κι εκείνος - μετανάστης από την τρυφερή ηλικία του - ταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο ταυτότητες και σε πολλές εκδοχές των ίδιων γεγονότων.
Ανασκαλεύει τις μνήμες των άλλων, συναντά εφηβικούς έρωτες, περπατά στα σιωπηλά μονοπάτια της ιστορίας και περιπλανιέται στα δρομάκια της Οβριακής, μιας γειτονιάς που άδειασε μέσα σε 45 λεπτά, και οι κάτοικοί της, νέοι, γέροι και 120 παιδιά, χάθηκαν μια καλοκαιρινή νύχτα ανάμεσα στην Κρήτη και τη Σαντορίνη.
Όσο αναδεύει τ' αποκαΐδια, ξεπηδούν μικρές ιστορίες ανθρώπων. Κάποιας Εσθήρ που κρυβόταν στις ερημιές κι έγραφε ανεπίδοτα γράμματα, κάποιου Σαράντη που βρέθηκε να παλεύει ναυαγός με τα κύματα, κάποιας Ροδαμνής που την κούρεψαν και την πόμπεψαν μετά την απελευθέρωση, κάποιου μουγγού που βρέθηκε μόνος σε ξένο τόπο, κάποιου Έντζο που σκόπευε να προσφέρει δώρο στη Σιλβάνα του ένα ζευγάρι ξυλοπάπουτσα.
Μυθιστόρημα μνήμης
Ο συγγραφέας αναδίφησε τις πηγές, συγκέντρωσε τεκμήρια και προφορικές μαρτυρίες πριν αποφασίσει ν' αναπλάσει την ιστορία και να παρουσιάσει πλήθος άγνωστων στοιχείων για την βύθιση του Τάναϊς και, παράλληλα, να συνθέσει την κοινωνική τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής. Όπως και στα άλλα έργα του, ενδιαφέρεται για την καθημερινότητα των ανθρώπων, αφουγκράζεται τις φωνές όσων βρέθηκαν στο περιθώριο της ιστορίας, παρακολουθεί τις ζωές πριν και μετά τον πόλεμο προσπαθώντας ν' αναπαραστήσει, μαζί με την περιπέτεια των ανθρώπων και των κοινωνικών ομάδων, την περιπέτεια της ίδιας της χώρας.
Η μέχρι πρόσφατα αινιγματική βύθιση του πλοίου Τάναϊς, που οδήγησε στην εξαφάνιση της εβραϊκής κοινότητας της Κρήτης, στην εξόντωση των Ιταλών αντιφασιστών και στην αγωνιώδη αναζήτηση των Ελλήνων θυμάτων, φωτίζεται απ' όλες τις πλευρές και αναδεικνύονται οι προτεραιότητες που κυριάρχησαν στα παρασκήνια των αντιμαχομένων πλευρών λίγο πριν τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Σε μια εποχή κατά την οποίαν οι ιδέες και οι πρακτικές που οδήγησαν στη μεγάλη περιπέτεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου επανέρχονται επισκιάζοντας τις αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ο συγγραφέας συνθέτει ένα «μυθιστόρημα μνήμης» ρίχνοντας φως όχι μόνο στα ίδια τα γεγονότα αλλά και στις συνέπειές τους πάνω στις ζωές ακόμη και των επόμενων γενεών. Οι περιπέτειες, οι αγώνες και οι αγωνίες των αφανών, οι ψυχικές καταστάσεις, οι αποτυπώσεις στη συλλογική συνείδηση αποτελούν το υπόστρωμα πάνω στο οποίο εκτυλίσσεται η υπόθεση του έργου.
Ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα που μέσα στις σελίδες του η μυθοπλασία βαδίζει πλάι στην ιστορία, τα πραγματικά πρόσωπα διαλέγονται με τα επινοημένα προκειμένου να αναδειχθούν οι μεγάλες αλήθειες που απλώνονται πέρα από τον χρόνο και τον χώρο, ίσως να είναι σημερινές, ίσως παγκόσμιες. Έτσι γιατί ένα ιστορικό μυθιστόρημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνομιλεί μόνο με τον χρόνο της ιστορίας.
ΕΓΡΑΨΑΝ ΓΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Σωπαίνουν οι θάλασσες;
Λέγεται πως αν ένα βιβλίο καταφέρει από την πρώτη σελίδα να σε καθηλώσει στις γραμμές του, στις λέξεις του, τότε είναι σίγουρο πως είναι ένα βιβλίο που θα σε κατακτήσει. Πάντα πίστευα ότι αυτό είναι ένας «λογοτεχνικός μύθος». Πολλά από τα παγκόσμια λογοτεχνικά αριστουργήματα έχουν μάλλον ανιαρές και εξαιρετικά κοινότοπες πρώτες σελίδες. Όμως, αυτό που ίσως συμβαίνει είναι πως από την πρώτη σελίδα καταλαβαίνεις αν επικοινωνείς σε κάποιο βαθμό με τον συγγραφέα.
Αρχίζοντας λοιπόν -ανυποψίαστη είναι η αλήθεια- να διαβάζω το «Κι οι θάλασσες σωπαίνουν» (Εκδόσεις ΚΑΡΜΑΝΩΡ) του Κρητικού συγγραφέα, δημοσιογράφου και ερευνητή Νίκου Ψιλάκη, έχω τα συμπτώματα ενός ενθουσιασμού που προχωρώντας την ανάγνωση έγινε βαθιά ικανοποίηση.
Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία που αναφέρεται σε ένα από τα πιο σκοτεινά περιστατικά της ναζιστικής κατοχής. Το πλοίο Τάναϊς ή Δανάη, που μετέφερε στ' αμπάρια του όλους τους Εβραίους της Κρήτης, Έλληνες ομήρους, και Ιταλούς αντιφασίστες, βυθίστηκε μυστηριωδώς το 1944. Είναι ένα πολυφωνικό ιστορικό μυθιστόρημα γραμμένο με έναν μεστό λογοτεχνικό λόγο.
Οι προσωπικές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα εντάσσεται εναρμονισμένα στην πλοκή της ιστορίας. Ο αφηγητής -γιος ενός από τους χαμένους στο ναυάγιο- ψάχνει είκοσι χρόνια μετά, μέσα από τις αφηγήσεις αυτές, να βρει τα ίχνη του πατέρα του. Αλλά στους ταραγμένους εκείνους καιρούς η αλήθεια είναι μια άκρως υποκειμενική υπόθεση.
Είναι εμφανής η προσεκτική και αναλυτική μελέτη εκείνης της εποχής από τον συγγραφέα που, εκτός από την εποχή, μεταφέρει με τρόπο πειστικό τις ιδιαιτερότητες της κοινότητας των Εβραίων της Κρήτης. Μιας κοινότητας που μέσα σε μια ώρα είδε να αδειάζει μια ολόκληρη γειτονιά. 300 άνθρωποι χάθηκαν έτσι ξαφνικά μια καλοκαιρινή νύχτα.
Και φυσικά ο ζωντανός κρητικός λόγος ρέει στο μυθιστόρημα. Γνήσια δημοτική λαλιά και μελωδική.
Το ντόπιο ιδίωμα υψώνεται σε μια γλώσσα ικανή να αποδώσει τις πιο λεπτές αποχρώσεις του συγγραφικού στοχασμού:
«Πρέπει να σου πω από την αρχή την ιστορία για να καταλάβεις τι γινόταν... Ξημερώματα στις δύο του Ιούνη άρχισε να χτυπά η καμπάνα. Αν δεν έχεις χάσει κι εσύ το θυμητικό σου, θα κατέχεις πως ό,τι και να γίνει εδώ από την καμπάνα το μαθαίνουμε. Αλλιώς ακούγεται κάθε φορά το παίξιμό της. Λυπητερό αν είναι για θάνατο, κελαρυστό αν είναι για χαρά, ζόρικο αν είναι για κίνδυνο. Τότες εχτυπούσε διαολισμένα. Τρέξαμε στην εκκλησία, θαρρούσαμε πως είχε πάρει φωτιά το χωριό. Είδαμε τον παπά να σύρνει με τέτοια βιάση τα καμπανόσκοινα που έτρεχε ο ίδρος κουτσουνάρα. Εκεί κι ο ξαδερφουλάς σου το Ρουσσάκι, εκεί κι ο γερο-Βλοητός ο τελάλης, εκεί κι η ανιψιά σου η Ευγενικούλα. […] Έβλεπα τους χωριανούς να μαζεύονται και άφρισα από το κακό μου. Λέω τους: Οι καμπάνες, μωρέ, δεν χτυπήσανε για να σας καλέσουν να πιάσετε την κουβέντα. Πάρετε τους δρόμους, γυρέψετε τα πηγάδια, τρέξετε στους γκρεμούς· αν έχει πέσει πουθενά πληγωμένος, θα χρειάζεται συντρομή».
Μια από τις πιο δυνατές στιγμές του βιβλίου είναι η πορεία των Εβραίων κρατουμένων προς το λιμάνι για να επιβιβαστούν στο «μαύρο» πλοίο:
«Πρώτοι ξεκίνησαν οι Εβραίοι. Τους σταμάτησαν σ' ένα μικρό πλάτεμα του δρόμου και τους ανάγκασαν να σχηματίσουν τριάδες· δεξιά κι αριστερά, μπροστά και πίσω παραταχτήκαν ισχυρές δυνάμεις του στρατού και της χωροφυλακής, όλοι με προτεταμένες τις κάνες των όπλων. […] Κάποιοι τολμούσαν να φωνάξουν "κουράγιο", άλλοι σήκωναν τα χέρια και χαιρετούσαν αμήχανα. Ξεχώρισα μια μωρομάνα που κρατούσε πάνω στην κεφαλή το φασκιωμένο βρέφος της και όπου έβλεπε μια γυναίκα της φώναζε να το πάρει, να το κάνει δικό της παιδί. Οι μάνες έχουν πάντα την ικανότητα να προαισθάνονται το κακό. Στεκόμουν στην κατηφόρα κοντά στην Πύλη του Ιησού κι είχα καρφωμένα τα μάτια μου σ' αυτούς που περνούσαν, στη μακρά πομπή των μελλοθανάτων».
Τελειώνοντας το βιβλίο είχα τη διάθεση να ψάξω περισσότερο εκείνη την περίοδο. Νομίζω πως αυτό θα πρέπει να είναι η δικαίωση κάθε ιστορικού μυθιστορήματος, να φέρει στην επιφάνεια όσες περισσότερες πλευρές από την εποχή στην οποία αναφέρεται δημιουργώντας στον αναγνώστη την επιθυμία να τη γνωρίσει καλύτερα.
Έκλεισα το βιβλίο και είδα και πάλι τον τίτλο. Σωπαίνουν οι θάλασσες; αναρωτήθηκα. Στο μυαλό μου έρχονται οι εικόνες των τελευταίων χρόνων με πρόσφυγες να πνίγονται αβοήθητοι στα νερά της Μεσογείου. Σωπαίνουν, σκέφτηκα, και έχουν μέσα τους ναυάγια και ανθρώπινες ιστορίες. Βιβλία σαν κι αυτό μιλάνε για όλα όσα κρύβουν στα βάθη τους.
Ο Ν. Ψιλάκης κατάφερε να ανασύρει στην επιφάνεια μια τραγική ιστορία της ναζιστικής θηριωδίας και να προσφέρει στους αναγνώστες ένα δυνατό βιβλίο που διαβάζεται απνευστί. Ένα μυθιστόρημα «μνήμης». Θυμίζοντάς μας πως η μνήμη δεν είναι μόνο το αποτύπωμα του παρελθόντος πάνω μας. Είναι και αυτό που φυλάει ό,τι είναι σημαντικό από τις πιο βαθιές ελπίδες μας.
Κυριακή Μπεϊόγλου
Εφημερίδα των Συντακτών, 1/12/2018
Κι οι θάλασσες σωπαίνουν – Ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Ψιλάκη
Όταν το ταλέντο συνοδεύεται από αγάπη, καλό γούστο, ευαισθησία και μεγάλη προσπάθεια, μπορεί να προκύψει ένα τόσο ποιοτικό βιβλίο όπως αυτό. Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα 514 σελίδων, που εκδόθηκε το 2018 από τις εκδόσεις Καρμάνωρ. Για τη συγγραφή, ο Νίκος Ψιλάκης λαμβάνει αφορμή από το πραγματικό γεγονός της βύθισης του πλοίου Τάναϊς στις 9 Ιουνίου του 1944, από αγγλικό υποβρύχιο.
Το πλοίο είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς και μετέφερε, με πιθανό προορισμό το Άουσβιτς, ολόκληρη την εβραϊκή κοινότητα της Κρήτης (342 άτομα), 110 και πλέον κρητικούς αντιστασιακούς, και 120 και πλέον Ιταλούς αντιφασίστες. Όλοι παρασύρθηκαν στον βυθό, κλειδωμένοι μέσα στα αμπάρια. Μάλιστα εξ αυτών 120 ήταν παιδιά, εβραιόπουλα. Πέραν της οδυνηρής απώλειας των υπολοίπων, είναι επίσης τραγικό το ότι εξαλείφθηκε ολόκληρη η εβραϊκή κοινότητα της Κρήτης, που κατοικούσε κυρίως στα Χανιά.
Ο συγγραφέας, που είναι και δημοσιογράφος και λαογράφος, κατόπιν ενδελεχούς ιστορικής έρευνας, πλάθει μια ιστορία, που την ενσωματώνει στα πραγματικά περιστατικά και την συνδέει με τα αληθινά πρόσωπα. Η μυθοπλασία αφορά στις έρευνες που κάνει ένας ξενιτεμένος Kρητικός για τις συνθήκες εξαφάνισης του πατέρα του, 20 χρόνια μετά το ναυάγιο.
Τα στοιχεία της επιτυχίας
Συχνά πληροφορούμαστε διάφορα στοιχεία για γενοκτονίες που αφορούν σε αριθμούς θυμάτων, στους τρόπους εκτέλεσής τους κλπ. Πλησίον της Ελλάδας συντελέστηκαν τρεις γενοκτονίες κατά τον 20ο αιώνα. Των Αρμενίων, των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και των Εβραίων. Οι αριθμοί και τα γεγονότα προκαλούν φρίκη. Όμως αφορούν σε κάποιους ανθρώπους, που όσο και αν είναι κοντινοί μας, μας είναι άγνωστοι και τους ατενίζουμε από μια απόσταση.
Με το μυθιστόρημα αυτό ο συγγραφέας κατορθώνει αυτούς τους ανθρώπους να τους φέρει δίπλα μας. Τόσο πολύ, ώστε να γίνουν δικοί μας άνθρωποι και να βιώσουμε μαζί τους το όλο δράμα. Για να το καταφέρει αυτό:
- Δημιουργεί μια περιπέτεια που κρατά το ενδιαφέρον αμείωτο μέχρι το τέλος.
- Την αφηγείται με μια συνεχή εναλλαγή του χρόνου από το παρόν στο παρελθόν, ξετυλίγοντας αργά το κουβάρι των αποκαλύψεων. Ακόμα και όσες φορές νομίζει ο αναγνώστης ότι δεν είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί κάτι περισσότερο, ο συγγραφέας βρίσκει τον τρόπο να το φέρει στην επιφάνεια.
- Τοποθετεί την μυθοπλασία του μέσα σε ένα πραγματικό ιστορικό πλαίσιο, στο οποίο συνυπάρχουν αληθινοί τόποι, αληθινά περιστατικά και πρόσωπα, μαζί με όσα έχει επινοήσει.
- Δεν εξιδανικεύει καταστάσεις και πρόσωπα, ώστε να τα καταστήσει ηρωικά.
- Περιγράφει τα τοπία και την φύση με τόση λεπτότητα, ώστε ο αναγνώστης να αισθάνεται ότι είναι εκεί παρών.
- Καταγράφει τα ήθη, τα έθιμα, τις αξίες και τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής πριν, κατά και μετά τον πόλεμο με εξαιρετική λεπτομέρεια. Τόση δε, ώστε αν διαχωριστούν, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ξεχωριστό λαογραφικό βιβλίο. Αφήνει μάλιστα μια αίσθηση νοσταλγίας για όσα από αυτά ήταν αξιόλογα, αλλά με την πάροδο του χρόνου ξεθωριάζουν.
- Για να τα αποδώσει όλα αυτά εύστοχα χρησιμοποιεί ένα ζηλευτό λεξιλόγιο.
Όμως εκείνο που αποτελεί τον συνδετικό ιστό όλων των ανωτέρω είναι ο τρόπος με τον οποίο περιγράφει τα συναισθήματα των ανθρώπων. Είναι τόσο γλαφυρός, ώστε επιτυγχάνει την ταύτιση του αναγνώστη με τους δρώντες και τη βιωματική συμμετοχή του σε όσα αφηγείται. Με όλα αυτά επιτυγχάνει την καταγραφή ενός συνταρακτικού ιστορικού γεγονότος, τόσο ζωντανά, έτσι όπως δεν θα μπορούσε να το καταγράψει κανένα επιστημονικό ιστορικό βιβλίο.
Τελικές εντυπώσεις
Η ανθρωπότητα έχει γνωρίσει πάρα πολλά τραγικά γεγονότα. Το πιο τραγικό από όλα είναι ο πόλεμος. Μα αυτό που φαντάζει πιο άδικο απ’ όλα και συνάμα φρικώδες είναι η γενοκτονία. Συντελείται κατά την διάρκεια πολέμων, αλλά και σε περιόδους ειρήνης.
Όπως αντιλαμβανόμαστε ο Νίκος Ψιλάκης δημιούργησε ένα μυθιστόρημα με το οποίο κάνει γνωστή μια ξεχασμένη πτυχή της γερμανικής κατοχής και καταδηλώνει την βαρβαρότητα του πολέμου και της γενοκτονίας. Επίσης δείχνει το πώς οι απλοί άνθρωποι μπορεί να γίνουν κομμάτι της ιστορίας χωρίς να το επιλέξουν. Καταφέρνει να αφήσει ένα έντονο αποτύπωμα ευαισθητοποίησης στις ψυχές μας. Γιατί όπως γράφει κατά την πλοκή του έργου του «μνήμη που δεν έχει συναίσθημα ξεθωριάζει πιο γρήγορα…».
Τέλος, μας έμεινε η εντύπωση ότι, λόγω του αδιάκοπου ενδιαφέροντος, της συγκινήσεως που προκαλεί και της σταδιακής αποκάλυψης της αλήθειας με μικρές δόσεις, το μυθιστόρημα αυτό θα μπορούσε να γίνει μια θαυμάσια τηλεοπτική σειρά. Ίδωμεν …
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΟΥΓΚΙΑΛΗΣ
(Από την ιστοδελίδα SLpress του Σταύρου Λυγερού: https://slpress.gr/politismos/ki-oi-thalasses-sopainoyn-istoriko-mythistorima-toy-nikoy-psilaki/)
Διερεύνηση μιας κτηνωδίας σε δίσεκτα αλλά και ηρωικά χρόνια
Σαν τη λογιάσεις μια δουλειά, όρτσα και μη φοβάσαι,
αμόλα τη τη νιότη σου και μην τηνε λυπάσαι!
(Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, σελ. 606)
Μια από τις τρεις έξοχες μαντινιάδες που ο Καζαντζάκης υπεραγαπούσε. Τη βαφτίζει μαντινιάδα «αντροπλάστρω», που πλάθει τους άντρες, που γεννά και κατευθύνει παλικάρια. Και όχι μόνο στην αντρειοσύνη. Συνιστά κυρίως πράξη ζωής. Στέλνει λοιπόν ο Καζαντζάκης «τον καλό λυράρη τον Χαρίδημο με το βασιλικό στο αφτί» να την τραγουδήσει στον «παππού» του – έτσι τον λέει – στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, καθώς η μάχη της ζωής του (του Καζαντζάκη) τελεύγει και οι ίσκιοι αρχίζουν σιγά σιγά να πυκνώνουν προμηνύοντας αναπόφευκτα τη μεγάλη σιγή. Αυτή η άγρια παραγγελιά που δίνει ο Κρητικός στον Κρητικό, θαρρώ πως ταιριάζει σε όλους τους επίμονους, τους πεισματάρηδες, τους ανήσυχους και τους ευαίσθητους που πασχίζουν να προσεγγίσουν τα δυσκολόπαρτα και να μιμηθούν τις μεγάλες σκιές και τις βαριές παραινέσεις των προγόνων.
Αυτήν την κρητική προσταγή, την «άγια και άγρια φλόγα», ο Νίκος Ψιλάκης την ακολούθησε με πείσμα και πάθος, τη λόγιασε τη δουλειά και όρμησε να αναμετρηθεί, σαν νέος Κρητικός κι αυτός, με την ανείπωτη τραγωδία του γενέθλιου τόπου μας.
Ξεκίνησε με δυο πετυχημένες προσπάθειες, δυο πολυταξιδεμένα μυθιστορήματα. «Δυο φεγγάρια δρόμο» το πρώτο, λουσμένο στο κρητικό φως του 1950. Το άλλο η πολύ γνωστή και πολυδιαβασμένη «Πολυφίλητη» (εκδόθηκε το 2015) περίκλειστη είκοσι δυο χρόνια στο Μεγάλο Κάστρο ίσαμε το 1669. Και τα δυο φανερώνουν την ακαταμάχητη έλξη και σαγήνη που ασκούσε – και ασκεί – άλλοτε υπόκωφα, υπαινικτικά, και άλλοτε ολοφάνερα στον ταλαντούχο συγγραφέα βαρύς ο κρητικός τόπος.
Αυτά τα δυο έργα στάθηκαν ο προπομπός για το τρίτο ιστορικό μυθιστόρημα με τον εμβληματικό και πολυσήμαντο τίτλο «Κι οι θάλασσες σωπαίνουν».
Δύσκολο, πολύ δύσκολο είδος της πεζογραφίας το μυθιστόρημα γενικά. Ακόμα δυσκολότερο όμως είναι το ιστορικό μυθιστόρημα, αφού κατά τον συμπυκνωμένο ορισμό του κύριου δημιουργού του είδους Walter Scott πρόκειται «για ρεαλιστική εκτέλεση μιας ρομαντικής σύλληψης». Πώς να συνταιριάσεις όμως ρεαλισμό με ρομαντισμό; Δύσκολο, «Δήλιον πρόβλημα». Η ρεαλιστική βάση ξεκινά από τη βαθιά γνώση της ιστορίας ή από έντονα προσωπικά βιώματα, ενώ το συναίσθημα και η βαθμιαία καταβύθιση στο παρελθόν συναποτελούν το ρομαντικό στοιχείο. Το ρίγος μιας περασμένης εποχής, οι εικόνες από το παρελθόν και ο τόπος, ιδίως ο γενέθλιος τόπος, βασανιστικά παρών μας σημαδεύει όλους «βαρύ τ΄ ανθρώπου μετερίζι!» Αυτή η σωρευμένη μνήμη μάς καλεί και μας προκαλεί συνέχεια στο μεγάλο παιχνίδι των παθών και των λέξεων. Θαρρώ πως είναι το ζωντανό αντιφέγγισμα της μνήμης, της ανεξίτηλης παιδικής μνήμης. Και της καρδιάς μας.
Τούτη τη φορά, με το τρίτο μυθιστόρημά του, ο Ψιλάκης αναμετριέται στοχαστικά με την κοντινή μας ιστορία. Το ιστόρημα, το δεύτερο σκέλος της λέξης μυθιστόρημα, περιλάμβανε λιγοστά ιστορικά στοιχεία. Ό,τι είχε περισωθεί από το 1920 μέχρι το 1964. Δε σώπαιναν μόνο οι θάλασσες αλλά και τα γεγονότα. Ο μύθος όμως, το πρώτο σκέλος της λέξης μυθιστόρημα, είχε σφηνωθεί στο μυαλό του συγγραφέα. Ήταν σχεδόν έτοιμος. Ξεπηδούσε από μέσα του βιαστικός, ολοζώντανος, πάσχιζε να μετουσιωθεί με λέξεις. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια που βάζει στο γράμμα κάποιου ήρωα του έργου του στη σελίδα 99. Δείχνουν τη βιάση και τη σφοδρή επιθυμία του ίδιου του Ψιλάκη, νομίζω. Με έξοχα λεκτικά σχήματα:
«Σφίγγω το μολύβι, λοιπόν, αγκομαχώ, αγκομαχά κι αυτό μαζί μου. Τρέμουν οι λέξεις μην και τις αλέσω πάνω στη βιάση μου. Βιάζομαι. Πουλιά είναι οι στοχασμοί μου και πεταρίζουν, φοβούμαι μη φύγουν, πριν προλάβω να τους μαντρώσω σε μια κόλλα χαρτί. Μπερδεύονται οι λέξεις στα δάκτυλά μου, άλλες περίσσια γλυκές, άλλες περίσσια πικρές, άλλες κλωτσούσαν, άλλες γελούσαν, πώς να τις βάλω σε τάξη;»
Κι ωστόσο πολύ γρήγορα τις βάζει σε τάξη. Τιθασεύει το υλικό του πλέκοντας ένα «πολυφωνικό» μυθιστόρημα. Χρησιμοποίησα επίτηδες το ρήμα τιθασεύει, γιατί ο συγγραφέας με πλάγιο τρόπο και πλέκοντας ένα περίτεχνο ετυμολογικό παιχνίδι σφηνώνει ευρηματικά στο έργο δύο αντίθετα επίθετα ομόρριζα με το ρήμα τιθασεύω. Το ατίθασος (πολύ γνωστό σήμερα) και το αντίθετό του τιθασός (ελάχιστα διαδεδομένο στις μέρες μας). Το πρώτο επίθετο το συνδέει με την κοπέλα-μυστήριο, τη ζωηρούλα, την άφαντη και αέρινη πρωταγωνίστρια, την Εσθήρ. Στη σελίδα 24:
«Σε τούτα τα μέρη (στην Κρήτη) δεν είναι καθόλου δύσκολα ν΄ ακούσεις ακόμη και λέξεις ομηρικές να κατεβαίνουν ανάκατες με κοινότατες σύγχρονες, ακόμη και με βενέτικες και τούρκικες που ξέμειναν σαν κατάλοιπο της ιστορίας στις γλώσσες των ανθρώπων. Θυμόμουν από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη τη λέξη τιθασός που θα πει ήμερος. Έτσι χαρακτήριζαν κάποτε τα εξημερωμένα ζώα. Κατόπιν έβαλαν εκείνο το στερητικό άλφα μπροστά και έφτιαξαν τη λέξη ατίθασος που κινείται στα όρια, όχι ακριβώς άγριος, όχι ακριβώς ήμερος. Αυτό ήταν λοιπόν η κοπέλα-μυστήριο; (η Εσθήρ); Ούτε άγρια ούτε ήμερη;»
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
1926. Ένα εξάχρονο Κρητικόπουλο υιοθετημένο από τον Ελληνοαμερικανό αδελφό του πατέρα του σαλπάρει για τη μακρινή Αμερική κουβαλώντας τις άγουρες μνήμες της πατρίδας του ολοζώντανες μέσα στα όνειρά του. Σαρανταπεντάχρονος περίπου ξαναγυρνά τον Ιούνιο του 1964 για το μνημόσυνο της μάνας του ψηλαφώντας τα ίχνη του μυστηριωδώς εξαφανισμένου από το 1944 πατέρα του Ρούσου Κομητά λίγο πριν την απελευθέρωσή μας από τους Γερμανούς. Διαδιδόταν πως ίσως πνίγηκε σε ναυάγιο. Ο γιος αναθυμάται, προσπαθεί να λύσει ένα οικογενειακό αίνιγμα, να σκαλίσει και να ανασυνθέσει το παρελθόν. Παιδικές και νεανικές στιγμές μπλέκονται με γλυκόπικρες αναμνήσεις (κάτι σαν τη χαρμολύπη της εκκλησίας μας) περιδιαβαίνοντας και μελετώντας τα πρόσωπα, τα γεγονότα και τις καταστάσεις του νησιού μας. Ο μετανάστης-αφηγητής τριγυρνά ιδίως στην περίοδο της Κατοχής (1941-1944) και στο ανελέητο δράμα της Κρήτης αλλά και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και στα φρικτά αντίποινα από τους κατακτητές.
Λίγο περισσότεροι από τρεις εκατοντάδες Εβραίοι ήσαν όλοι κι όλοι στο νησί μας. Τη μόνη γλώσσα που ήξεραν ήσαν τα ιδιωματικά κρητικά. Αιώνες εγκατεστημένοι στην Κρήτη, μερικοί έμεναν εδώ και 2.300 χρόνια, στριμωγμένοι σε δυο μικρές συνοικίες – Οβριακές τις έλεγαν τότε – μια στα Χανιά και μια στο Ηράκλειο και λιγοστοί Αρμένηδες συζούσαν αρμονικά με τους ντόπιους Κρητικούς. Ανάμεσά τους πλέκονταν ιστορίες αλληλοεκτίμησης και αλληλοπροστασίας. Και παραδοσιακά γλέντια και ανομολόγητοι έρωτες. Και σκηνές μεγαλοσύνης και ηρωισμού αλλά και μικρότητας και προδοσίας. Όλα αυτά συνυπάρχουν συνήθως στη ζωή. Άντρες, αντράκια και χαμαντράκια. Αντρογυναίκες, γυναίκες και γυναικούλες. Ο Ψιλάκης τους ζωγραφίζει υπέροχα. Η ζωή από τη μια κυλούσε ακέρια, ολόγιομη, όμορφη. Από την άλλη όμως φάνταζε θλιβερή μέσα στη ζοφερή νύχτα του ναζιστικού τρόμου. Μια μικρή πικρή γεύση από τα αντίποινα των Ναζί θα συναντήσουμε στους Κάμπους, χωριό των Χανίων (σελίδες 187-188):
«7 Μαΐου 1944, βράδυ. Ορεινό χωριό Κάμποι στα Χανιά. Έχει πανηγύρι αύριο. Και στο καφενείο του Καλογερή έχουν αρχίσει να παίζουν οι λύρες. Ο Βασίλης χορεύει. Και ξαφνικά αρχίζουν κάποιοι να σηκώνονται. Φωνές. Κάτι παράξενο φαίνεται να συμβαίνει αλλά η λύρα παίζει ακόμη. Και ο Βασίλης χορεύει. Κρατά την αρραβωνιαστικιά του από το χέρι· καμαρώνει τον ανάλαφρο βηματισμό της και σε λίγο θα της δώσει την πρωτιά στον κυκλικό χορό του χωριού. Αλλά δεν προλαβαίνει. Εκείνη τη στιγμή εφορμά στο χωριό το απόσπασμα από το στρατηγείο του Μπρούνο Μπρόγιερ. Η λύρα σταματά. Ο Βασίλης τρέχει να κρυφτεί. Το παντελόνι του είναι φτιαγμένο με μεταξωτό πανί γερμανικού αλεξίπτωτου, δεν πρέπει να τον δούνε. Τρέχει, προσπαθεί να ξεφύγει, καταφέρνει να φτάσει σ΄ ένα χωράφι, ακριβώς δίπλα στο μαγαζί. Μα πέφτει σε άλλο γερμανικό απόσπασμα. Μια ριπή, δεύτερη ριπή, μια σφαίρα, δεύτερη σφαίρα. (Ο Βασίλης πέφτει νεκρός….)
Ιούνιος του 1944. Οι κατακτητές έχουν συλλάβει ανυπότακτους Κρητικούς πατριώτες, Ιταλούς αντιφασίστες και όλους σχεδόν τους Εβραίους της Κρήτης (200 περίπου στα Χανιά και 100 στο Ηράκλειο), τους στριμώχνουν στο επιταγμένο ατμόπλοιο Τάναϊς, λαβωμένο ήδη και ελάχιστα αξιόπλοο και στις 8 Ιουνίου αποπλέουν από το Ηράκλειο για τον Πειραιά με επόμενο προορισμό τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Κεντρικής Ευρώπης (ίσως το Άουσβιτς ή το Νταχάου). Λίγα μίλια έξω από το Ηράκλειο μεταξύ Κρήτης και Σαντορίνης δυο τορπίλες που εκτοξεύτηκαν από αγγλικό υποβρύχιο, βυθίζουν σχεδόν αύτανδρο το τραγικό ατμόπλοιο Τάναϊς. 500-600 άνθρωποι χάνονται στον υγρό τάφο του πελάγους. Κι ανάμεσά τους 120 παιδιά. Κι οι θάλασσες σωπαίνουν με τα ατάραχα νερά μέσα στη γαλήνη των νησιών μας και στην απεραντοσύνη του πελάγους… Ο νους μου γυρνά στους στίχους του Σεφέρη από το ποίημα Ελένη:
«Τόσα κορμιά ριγμένα στα σαγόνια της θάλασσας,
τόσες ψυχές δοσμένες στις μυλόπετρες σαν το σιτάρι…..»
Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Τον συγγραφέα που συγκλονιζόταν από τα γεγονότα, απασχολούσε έντονα το λιγοστό ιστορικό υλικό. Πώς θα ζωντανέψει την ιστορία; Υπήρχαν μόνο λίγα ψίχουλα, ρινίσματα πληροφοριών. Δε σώπαιναν μόνο οι θάλασσες αλλά σχεδόν και οι ιστορικές πηγές, προφορικές ή γραπτές, καθώς ήσαν δυσπρόσιτες, ανεξερεύνητες και θαμμένες οι περισσότερες.
Αρχίζει έτσι μια συστηματική και επίπονη προσπάθεια του συγγραφέα να πλησιάσει, να ανοίξει χαραμάδες και να κατανοήσει όσα συνέβησαν. Πολύωρες συζητήσεις με συγγενείς των ελάχιστων ναυτικών του Τάναϊς που είχαν διασωθεί, με άλλους ναυτικούς, με μελετητές της Κρητικής Αντίστασης, με ηγετικά στελέχη των Ισραηλιτών της Ελλάδας. Ακόμη με αναζήτηση σε αρχεία της εποχής και σε βιβλιοθήκες. Μέχρι και τη μελέτη του φακέλου του ναυαγίου του πλοίου Τάναϊς διερεύνησε. Ο φάκελος βρισκόταν ξεχασμένος στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας στον Πειραιά. Επιμένοντας κατάφερε να τον προσεγγίσει με ειδική άδεια που εκδόθηκε από την Εισαγγελία Πειραιά, παρακαλώ!
Με αφορμή αυτό το παρακαλώ αξίζει να κάμω εδώ μια μικρή παρέκβαση με μια προσωπική εμπειρία και διαπίστωση. Ο Ψιλάκης δεν είναι μόνο ικανότατος μυθιστοριογράφος. Είναι πολυσχιδέστατος, ένας homo universalis, καθολικός, αναγεννησιακός άνθρωπος. Στους απλούς Κρητικούς είναι γνωστός κυρίως από τις λαογραφικές, γλωσσικές και ιστορικές τοπικές αναδιφήσεις του. Αλλά προπαντός από την πολύχρονη πρωινή εκπομπή του στο Ράδιο Κρήτη. Εκπομπή που άφησε εποχή όχι μόνο για την υψηλή ποιότητα και την πληρότητά της αλλά και για τα εντυπωσιακά ποσοστά ακροαματικότητας. Όλη η Κρήτη την παρακολουθούσε. Χωρίς υπερβολή: Ήταν η ώρα του Ψιλάκη!
Θυμάμαι λοιπόν πως ανάμεσα στους τρόπους σχολιασμού των γεγονότων – και ήταν πάρα πολλοί – ο Ψιλάκης είχε ξετρυπώσει και το ρήμα παρακαλώ. Ψυχανεμιζόμουν πως δίπλα του υπήρχε και ένα ηχηρό θαυμαστικό. Καταλάβαινα πως, όπως τα έλεγε, ήταν μια μέγιστη μορφή σχολιασμού. Καθώς τον άκουγα, ένιωθα πως αυτό το παρακαλώ με το θαυμαστικό μπορούσε, κατά περίπτωση, να δηλώνει: θαυμασμό, απορία, ειρωνεία, περιφρόνηση, μείωση, υποτίμηση, αμφισβήτηση ή κάποιες φορές δυο και τρία από αυτά ταυτόχρονα. Δεν ξέρω αν τα θυμάται ο ίδιος σήμερα. Εγώ πάντως τα θεωρώ σήμα κατατεθέν του αλλά και ένα από τα δυνατά εκφραστικό του σημεία.
Επιστρέφοντας ολοκληρώνω με τις ιστορικές πηγές του συγγραφέα. Η εξαντλητική αυτή προσπάθεια είχε και ένα σημαντικό παράπλευρο όφελος. Κατάφερε να ξεθάψει και να φέρει στην επιφάνεια ιστορικά στοιχεία της εποχής πολλαπλώς χρήσιμα για τους μελετητές, πρωτογενείς πληροφορίες. Για να θυμηθούμε τον Ελύτη: (ο Ψιλάκης) «δοκίμασε φτυαριές μέσα στης ιστορίας τα χώματα…».
Έτσι προέκυψε το νέο του μυθιστόρημα. Μύθος και ιστορία. Καθώς αυτά τα δυο συμπλέκονται αρμονικά, είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσουμε. Είναι μια ακροβασία στο μεταίχμιο ιστορίας και πραγματικότητας.
ΚΑΠΟΙΕΣ ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
Η πυκνότητα του λόγου είναι χαρακτηριστική. Σχεδόν σε κάθε σελίδα υποκρύπτεται και μια μικρή ξεχωριστή ιστορία. Ένα έντονο βιωματικό στοιχείο του συγγραφέα συρράπτεται και ενσωματώνεται με γερούς αρμούς στο γενικότερο πλαίσιο του έργου με εξονυχιστικές λεπτομέρειες και διεισδυτικές αξιολογικές κρίσεις. Από το πλήθος των στοιχείων αυτών θα αναφερθούν αναγκαστικά τρεις μόνο επισημάνσεις.
Πρώτη επισήμανση: Η θεαματική και με παγκόσμια απήχηση απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε από Κρητικούς πατριώτες και τα φρικτά αντίποινα που ακολούθησαν. Το παράξενο αλλά και ευεξήγητο: ο συγγραφέας δε σταματά στην περιγραφή της απαγωγής, που θα ήταν άλλωστε «πεδίον δόξης λαμπρόν» για τον ίδιο, αλλά διατυπώνει την άποψή του προβληματιζόμενος για τη σκοπιμότητα της ηρωικής αυτής πράξης και για τις ολέθριες συνέπειές της. Στις σελίδες 170 και 420:
«Η απαγωγή ακούστηκε σ΄ όλο τον κόσμο και έκαμε πάταγο μεγάλο. Σήμερα τη διηγούμαστε μόνο σαν σπουδαίο κατόρθωμα. Είναι όμως καιρός να λογαριάσουμε και πόσοι αθώοι όμηροι εκτελέστηκαν τότε. Εκατόμβες τα θύματα…. Κάποιος έπρεπε να πληρώσει γι΄ αυτήν την αποκοτιά. Και πλήρωσαν οι αθώοι. Αναλογίζομαι, αγαπητέ κύριε, αν ωφέλησε αυτή η αποκοτιά.»
Δεύτερη επισήμανση: το ριζίτικο τραγούδι, το τελευταίο τραγούδι του αντρειωμένου που τραγουδά ένας νεαρός αιχμάλωτος από τους Κάμπους, χωριό των Χανίων λίγο πριν κατέβει στα αμπάρια του πλοίου Τάναϊς για το τελευταίο μοιραίο ταξίδι. Ίσως είναι ένας από τους τρεις γιους του Γιάννη Αρετάκη που χάθηκαν και οι τρεις στο ναυάγιο. Στις σελίδες 458-459:
«Οι Έλληνες κρατούμενοι συνεχίζουν να ανεβαίνουν τη σκάλα του πλοίου (του Τάναϊς). Η προκυμαία αρχίζει να αδειάζει….. Όμηροι όλοι. Και από πίσω τρεις νεαροί στη σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο. Αδέρφια (παιδιά του Γιάννη Αρετάκη από τους Κάμπους)…. Αλλά ο ένας από αυτούς δεν ανεβαίνει. Σταματά σαν άγαλμα μπροστά στην καταπακτή (του πλοίου). Είναι νέος, ίσαμε είκοσι πέντε χρονών, με πλεκτό λευκό μαντήλι στην κεφαλή. Δύο κάνες στρέφονται κατά πάνω του. Εκείνος σηκώνει τα χέρια ψηλά, μα όχι όπως εκείνοι που παραδίδονται, κάνει νεύμα να κατεβάσουν τα όπλα. Και αρχίζει το τραγούδι….
Τρεις αντρειωμένοι κάθονται στην άκρη του κατέργου
κι έχουν και σκλάβον όμορφο στα σίδερα δεμένο,
κι ο σκλάβος αναστέναξε κι εστάθη το καράβι.
Ποιος είναι π΄ αναστέναξε κι εστάθη το καράβι;
Εγώ ΄μαι π΄ αναστέναξα κι εστάθη το καράβι,
που ΄μουν τριών μερών γαμπρός και μια ξανθή ανημένει….
Όλοι τον κοιτάζουν, κανείς δε μιλά. Ούτε ο επικεφαλής της φρουράς. Από τ΄ αμπάρι ακούγονται παλαμάκια (των αιχμαλώτων). Γεμίζει και το τρίτο αμπάρι.»
Τρίτη επισήμανση: το απόκοσμο τραγούδι. Λίγο πιο κάτω, στη σελίδα 463, μια απόκοσμη μοναχική φωνή τραγουδά από το μεσαίο αμπάρι του Τάναϊς λίγο πριν τη συντριβή:
«Αφουγκράζεται πάλι. Στο μεσαίο αμπάρι μια φωνή μοναχική, σαν από άλλους γαλαξίες φερμένη. Κάποιος τραγουδά:
Πείτε μου, πείτε μου πουλιά, πείτε μου χελιδόνια
πείτε μου αν είδατε ποτέ καράβι ν΄ αρμενίζει,
να ΄χει τον στεναγμό πανί, να ΄χει το δάκρυ κύμα,
να έχει και στ΄ αμπάρι του σκιας πεντακόσους σκλάβους….»
Η εποχή αναπλάθεται μαστορεμένη με περισσή φροντίδα και με τρόπο υποβλητικό. Στις σελίδες παρελαύνουν πρόσωπα, τόποι, γεγονότα, που ξυπνούν ατελεύτητες μνήμες κυρίως για τους αναγνώστες μεγαλύτερης ηλικίας. Όλα, σχεδόν όλα, χωρούν στο μυθιστόρημα. Εντοπίζω μερικές ρηγματώσεις μνήμης από τους μακρινούς σφυγμούς των δεκαετιών του 1950 αλλά και του 1960 και του 1970.
α) Το θρυλικό επιβατηγό πλοίο Αγγέλικα που απαθανατίστηκε και από τον Ελύτη στο Άξιον εστί. Οι μεγαλύτεροι θα το θυμούνται να πλησιάζει υπερήφανο καμαρωτά στο λιμάνι της Σητείας – μέγα γεγονός για την πόλη μας. Πλησίαζε στο λιμάνι αλλά δεν πλεύριζε· το βάθος του λιμανιού δεν το επέτρεπε και οι ταξιδιώτες μεταφέρονταν με βάρκες στη στεριά.
β) Το μέγαρο του Φυτάκη στο λιμάνι του Ηρακλείου· το έδειχναν στους ταξιδιώτες σαν αξιοθέατο όχι τόσο για την αρχιτεκτονική του αλλά γιατί ο ιδιοκτήτης του, ένας πλούσιος κτηματίας της περιοχής, το είχε παίξει στα ζάρια και το είχε χάσει. Έτσι, σε μια μόνο ζαριά. Ένα ολόκληρο μέγαρο!
γ) Ο αρχιμανδρίτης Ευγένιος Ψαλιδάκης από τη Βουλισμένη του Μεραμπέλου, φωτεινός ιεράρχης, λαμπρή μορφή της Κρητικής Εκκλησίας. Λεγόταν πως έκρυψε στα ράσα του δυο μικρά Εβραιόπουλα μπροστά στα μάτια των Γερμανών έξω από το πλοίο Τάναϊς. Είναι ο ίδιος που, παρά τα λεγόμενα και αψηφώντας τις απειλές παραγόντων της Ελλαδικής Εκκλησίας, συμμετείχε στην τελετή της κηδείας του Νίκου Καζαντζάκη επικεφαλής δεκαεπτά ιερέων. Στις σελίδες 452 και 454:
«Το λιμάνι κλειστό, προσεγγίσεις σκαφών απαγορεύονται. Δυο ιερωμένοι πλησιάζουν και χώνονται ανάμεσα στους ομήρους. Αρχιμανδρίτης ο ένας, διάκος ο άλλος…. Ο αρχιμανδρίτης ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος, φαίνεται ψηλός και γεροδεμένος. Ένας ντόπιος ναυτικός σκουντά το διπλανό του. – Ο Ευγένιος (του λέει)· Πειραιώτης ο άλλος, δεν ξέρει. Ποιος είπες; Ο Ευγένιος. - Δηλαδή; - πρωτοσύγκελος είναι, τοποτηρητής του Δεσπότη. Δεν έχει ακόμη το βαθμό του επισκόπου αλλά λογίζεται πιότερο και από Μητροπολίτης. Τα καλιμαύκια κινούνται αργά, οι δυο παπάδες μιλούν στις γυναίκες. Τους δίνουν κουράγιο. Τι λέξη κι αυτή. Κουράγιο!
Ένας ναύτης ο Σαράντης μένει κολλημένος στην ίδια θέση με το βλέμμα καρφωμένο στο διάκο. Δεν ξέρει ότι λίγες μέρες αργότερα τούτος ο διάκος θα ψάχνει τρόπους να ειδοποιήσει κάποιες οικογένειες. Όσες μπορούσε να θυμηθεί. Κι ακόμη πιο μετά, δεκαετίες μετά, θα ακουστεί κάτι σαν αδέσποτη φήμη: «Ο αρχιμανδρίτης έχωσε στα ράσα του ένα ή δυο βρέφη για να τα σώσει, δυο Εβραιόπουλα». Φήμη μόνο. Ποιος να την επιβεβαιώσει; Και ποιος να τη διαψεύσει;»
δ) Η σημασία, τα μηνύματα και η λειτουργία της καμπάνας σε μια εποχή, όπου στα χωριά μας ελάχιστοι είχαν ρολόγια. Η καμπάνα ήταν το συλλογικό ρολόι του χωριού (σελίδες 72 και 113):
«Ξημερώματα στις 2 του Ιούνη άρχισε να χτυπά η καμπάνα…. Θα κατέχεις πως, ό,τι και να γίνει εδώ (στο χωριό), από την καμπάνα το μαθαίνομε. Στα χρόνια της Κατοχής οι Γερμανοί την είχαν απαγορεύσει, γιατί ο ήχος της γινόταν σύνθημα. Του Κοινοτικού Γιατρού έτσι αναγγέλλουν την άφιξη, με την καμπάνα. Αλλιώς ακούγεται κάθε φορά το παίξιμό της. Λυπητερό, αν είναι για θάνατο, κελαρυστό, αν είναι για χαρά, ζόρικο, αν είναι σε κίνδυνο. Τότες εκτυπούσε διαολισμένα. Τρέξαμε στην εκκλησία, θαρρούσαμε πως είχε πάρει φωτιά το χωριό. Είδαμε τον παπά να σύρνει με τέτοια βιάση τα καμπανόσκοινα που έτρεχε ο ίδρος του από πάνω του κουτσουνάρα….»
ε) Ακόμη και το δάκο μπλέκει στα γραφτά του ο Νίκος Ψιλάκης! Το παντοτινό πρόβλημα της ελιάς και των συμπατριωτών μας ελαιοπαραγωγών. Διαβάστε, σε δυο σειρές μόνο, ποιοι ήταν, οι πρωτόγονοι για σήμερα, τρόποι καταπολέμησής του. Στη σελίδα 122:
«Α, και ο δάκος, η μάστιγα της ελιάς. Στην τελευταία σελίδα του λεξικού του ανοιγμένου μπροστά μου. Θα καταπολεμηθεί λέει. Θα χρησιμοποιηθούν ούρα ανθρώπων και ζώων. Και αρσενικούχον νάτριον ως και πρότερον. Για τον δάκο!»
στ) Απολαύστε την ολοζώντανη περιγραφή των βουλευτικών εκλογών τον Οκτώβρη του 1961 και τα παρατράγουδά τους σε κρητικό χωριό. Πρόκειται για πραγματικό περιστατικό. Στις σελίδες 331-332:
«Κόσμος πολύς στο σχολείο, εκεί στηνόταν η κάλπη. Δύο στρατιώτες με τα όπλα στα χέρια, κομματάρχες με σταυρωμένα ψηφοδέλτια στις τσέπες, άλλος τα μοίραζε σαν συγχωροχάρτια και άλλος με μυστικότητα τάχα. Παίρνανε αγκαζέ τις γριούλες, ψίθυροι, τσακωμοί, μικροφασαρίες. Ένα χωριό βρισκόταν από το ξημέρωμα στο πόδι. Έναν τον κουβαλούσαν δυο μαντραχαλάδες καθισμένο σε καρέκλα, μιαν ετοιμόρροπη (γριά) την αναβάσταζαν οι δυο κόρες της, μιαν άλλη την έφεραν καβάλα στο γαϊδουράκι κι όταν την κατέβασαν, σωριάστηκε καταγής. Και ξαφνικά βλέπομε την πόρτα του σχολείου να ανοίγει, πρώτοι βγήκαν οι δυο στρατιώτες, ακολουθούσε κάποιος γεροδεμένος με την κάλπη φορτωμένη στην πλάτη, πιο πίσω ένας δικηγόρος, ήταν δικαστικός αντιπρόσωπος, μέχρι που τους πήραν χαμπάρι τα παιδιά και μαζεύτηκαν τσούρμο πίσω τους, λιτανεία θύμιζε. Και πού πηγαίνουν όλοι τούτοι; Μα στο σπίτι του ψευτοκαπετάνιου του τάδε, κατάκοιτος είναι και του πάνε την κάλπη στο κρεβάτι, για να μη χάσει ο βουλευτής την ψήφο του….»
ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
α) Ο μετανάστης-αφηγητής Κομητάς
Σκόπιμα χωρίς μικρό όνομα· μόνο η ιδιότητα του γιου ενδιαφέρει. Με την ανωνυμία αυτή λες και η αναζήτηση σταματά να είναι προσωπική υπόθεση και περιβάλλεται με καθολικό χαρακτήρα· αγκαλιάζει και αντιπροσωπεύει όχι μόνο το συγκεκριμένο μετανάστη αλλά καθένα που επίμονα αναζητά, ξεφλουδίζοντας τον ανελέητο χρόνο, αφανείς και βαθείς συνειρμούς ίσαμε να φτάσει, αν κάποτε φτάσει, στο ποθούμενο. Ίσως και να φορτίζει την μυστηριακή ατμόσφαιρα με μια κρυπτικότητα, καθώς ο γιος-μετανάστης μετεωρίζεται χαμένος και βυθισμένος σε δυο πολιτισμικούς κόσμους και αναζητά μια ταυτότητα που δε γνωρίζει αν υπάρχει, δεν έχει σχηματιστεί ακόμη, μένει άγνωστη τελικά, ανώνυμη.
Κινείται διαρκώς σε ένα ρόλο εξερευνητή και Σέρλοκ Χολμς ταυτόχρονα· όπως και ο ελληνοαμερικανός θείος του, ο αδελφός του πατέρα του. Αναζητά παντού τον εξαφανισμένο πατέρα του. Είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε όλους σχεδόν τους ποικιλώνυμους ήρωες. Με μια αλυσίδα συνειρμών ξαναζωντανεύει όλο το παρελθόν του. Επιστολές, συναντήσεις με παλιούς και νέους φίλους, ένας παλιός έρωτας, διαφωτιστικές συναντήσεις με την αδελφή του Αγγελικώ (το –κω με ωμέγα, όχι η Αγγέλα ή η Αγγελική, μα η Αγγελικώ, γνήσια κρητική κατάληξη – τι ωραίο όνομα κι αυτό, το σημαίνον και το σημαινόμενο μαζί, όπως λένε οι ειδικοί). Στο τέλος, τι γίνεται; Μα δεν προαναγγέλλουν σχεδόν ποτέ το τέλος ενός μυθιστορήματος…..
β) Η Δοξανιά Κομητά (Δοξανιά από το Ευδοξία)
Η γυναίκα του εξαφανισμένου και μάνα του μετανάστη. Χαρακτηριστικός τύπος παλιάς Κρητικιάς, το αρχέτυπό της, θα ΄λεγε κάποιος. Ίσως η μάνα μας ή η γιαγιά μας ή η μακρινή σήμερα γειτόνισσά μας. Μεγάλες σεπτές μορφές που σήμερα δεν υπάρχουν. Γενναιόδωρη, απλή, απλοϊκή και θεοσεβούμενη. Αδυνατεί να πιστέψει πως ο άνδρας της χάθηκε ανεπιστρεπτί. Πενθηφορούσα τον περιμένει πάντα καρτερικά φτιάχνοντας χάρτινες βάρκες και προσμένοντας το μεγάλο συναπάντημα για το στερνό ταξίδι μαζί του.
γ) Δυο κυρίαρχα πρόσωπα - ένα ζευγάρι παράξενο και αινιγματικό.
Ο εξαφανισμένος πατέρας Ρούσος Κομητάς και μια κυνηγημένη Εβραιοπούλα, η Εσθήρ. Έτσι, μόνο Εσθήρ. Χωρίς επώνυμο. Δε χρειάζεται. Δυο πρόσωπα που ποτέ δεν εμφανίζονται και όμως είναι πανταχού παρόντα συνεχώς. Όλα συγκλίνουν προς αυτά. Όμως αυτά σωπαίνουν, σαν τη θάλασσα του τίτλου και ταυτόχρονα μιλάνε συνεχώς. Μια οξύμωρη «εύγλωττη σιωπή». Ένας πενηντάρης, φιλήσυχος, απλός νοικοκύρης, ανθρωπάκι, θα΄λεγα, κρύβει από τους Ναζί στο δίπατο αρχοντόσπιτό του στην ερημιά μια Εβραιοπούλα 20 με 30 χρόνια νεότερή του. Για το αλλόκοτο αυτό ζευγάρι πλανιόταν η φήμη πως η κοπέλα είχε ξεμυαλίσει τον προστάτη της. Απλή φήμη όμως. Μια από τις πολλές που τριγυρνούν μετέωρες σε όλο το μυθιστόρημα. Τι απέγιναν οι δυο τους; Δραπέτευσαν μαζί; Κρύφτηκαν ή κρύβονται ακόμη κάπου; Ήσαν μέσα στο πλοίο που βυθίστηκε σχεδόν αύτανδρο; Ο συγγραφέας αφήνει σχεδόν όλα τα ερωτήματα αναπάντητα, ανοιχτά. Η σιωπή του αυτή – ή καλύτερα η αμφισημία – είναι το βαρύ πυροβολικό του έργου, το τεράστιο φορτίο του, νομίζω. Είναι γεγονός όμως πως ο εξαφανισμένος λαϊκός άνθρωπος, ο νοικοκύρης Ρούσος Κομητάς, μέσα από την απουσία του ανυψώνεται ξαφνικά με ένα τεράστιο ηθικό άλμα σε σύμβολο πατριωτισμού και ανθρωπιάς.
δ) Η αιώνια πάλη
Και όπως πάντα, ενυπάρχει, δεν μπορεί να λείψει από ένα τέτοιο έργο, η αιώνια πάλη του αρσενικού με το θηλυκό, ζωτικό σημάδι και συνέχεια της ζωής. Σε όλο το έργο υποβόσκει, όπως και στη ζωή άλλωστε, ένας λανθάνων ερωτισμός που αναπάντεχα – και μοιραία – συνοδοιπορεί με την αγάπη και το καθήκον. Ένας άδολος και πλατωνικός έρωτας του μικρού Κομητά (του κατοπινού μετανάστη) με μια συνομήλική του, «σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» για τους άνδρες, ένα αγοροκόριτσο με το υπέροχο όνομα Ραδαμνή, (από το ουσιαστικό το ροδάμνι, δηλαδή ο βλαστός). Αξεπέραστος νονός ο Ψιλάκης και εδώ. Υποβλητικό όνομα με πολλές συνδηλώσεις: ρόδο, ροδαρά, ροδαυγή, ροδόσταμο, ροδοζάχαρη, αροδαμός. Δεν ξέρω αν η κατάληξη –μνή, παραπέμπει στο ρήμα μένω, οπότε η Ροδαμνή είναι το ρόδο που μένει άθικτο, ακέραιο, ολόδροσο ή αν η ίδια κατάληξη αντηχεί και οδηγεί σε δεύτερο συνθετικό σεμνή. Όλα παίζουν επίτηδες. Υπέροχες αντηχήσεις, συνηχήσεις και υποδηλώσεις.
Παντοτινός ο βαθύς πόθος ανάμεσα στους δυο τους που σιγοκαίει και εξακτινώνεται. Διασταύρωση στιγμών και βλεμμάτων που γλυκαίνουν την πικραμένη ατμόσφαιρα. Όμως η Κατοχή τα αναποδογυρίζει. Το κορίτσι λένε πως είχε σχέσεις, πάρε δώσε με του Γερμανούς. Και μετά την απελευθέρωση ακολουθεί την κοινή μοίρα τέτοιων γυναικών. Κάποιοι όψιμοι πατριώτες τη διαπομπεύουν ρεζιλεύοντάς την. Όμως…. Η συνέχεια στο μυθιστόρημα.
ΤΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ
Τα μηνύματα στο έργο εκπέμπονται πολλαπλά. Πρώτα πρώτα είναι ένα μυθιστόρημα παλικαριάς και δράσης, οδύνης και υπόκωφου έρωτα, αγάπης της ζωής και υπόρρητης μελέτης του θανάτου. Έχει όμως και άλλες πολλές προεκτάσεις και άλλες πολλές στοχεύσεις. Από αυτές θα επισημανθούν τρεις:
Η πρώτη: Το πανανθρώπινο μήνυμα αγάπης και συναδέλφωσης. Ο πόλεμος ασφαλώς και είναι, κατά τον συγγραφέα, ολέθριος και καταστροφικός. Για όλους, νικητές και ηττημένους. «Φίλους κι εχθρούς ο θάνατος σ΄ένα τραπέζι σμίγει», για να θυμηθούμε τον Γρυπάρη. Δεν υπάρχουν, κατά τον Ψιλάκη, «παιδιά ενός κατώτερου Θεού». Όλοι χάνονται και όλοι σώζονται μαζί. Γράφει στη σελίδα 76 για τους νεκρούς του πλοίου ΤάναΪς: «Ο θεός να τους αναπαύσει, Έλληνες, Ιταλούς, Εβραίους, όλους». Ανεξάρτητα από φυλή, φύλο, εθνικότητα, θρησκεία. Και αλλού στη σελίδα 476 αναφέρει «Όλοι οι διωγμοί είναι ένας!»
Η δεύτερη επισήμανση. Τον συγγραφέα προβληματίζουν δύσκολα ηθικά διλήμματα. Προσέξτε την άποψή του για τη συλλογική ευθύνη και για τη θανατική ποινή, με αφορμή τη θανατική καταδίκη του Γερμανού διοικητή της Κρήτης Μπρούνο Μπρόγιερ του «αποπνέοντος οσμήν κρητικού αίματος». Στις σελίδες 478-479.
«Στον διοικητή της Κρήτης Μπρούνο Μπρόγιερ που εκτελέστηκε, χρέωσαν 711 θανάτους. Οι εξακόσιοι περίπου νεκροί του Τάναϊς δε χρεώθηκαν σε κανένα. Αν ήμουν δικαστής, θα διάλεγα χειρότερη τιμωρία. Θα έκλεινα (τους μελλοθάνατους) σ΄ ένα κελί και θα έφερνα κάθε μέρα κι από ένα ορφανό, κι από μια χήρα να διηγούνται τα πάθη τους. Θα έφερνα και κάποιο (αυτόπτη μάρτυρα) να μη σταματά να ανιστορεί τι είδανε τα μάτια του και τι άκουσαν τα αυτιά του μια θλιμμένη νυχτιά του Ιούνη. Αλλά τώρα προτίμησαν τις παλιές ποινές. Ρίχνεις μια ντουφεκιά κι απαλλάσσεις τον άλλο από τις τύψεις, ίσως να φορτώνεσαι τύψεις κι εσύ.»
Η τρίτη επισήμανση: ο συγκρητισμός. Θα σταθώ λίγο περισσότερο σ΄αυτήν την «κρητική» λέξη. Το μήνυμα αφορά κυρίως τον κρητικό αναγνώστη, αν και η λέξη είναι διεθνής όρος. Από την αρχαιότητα ήδη οι ενενήντα κρητικές πόλεις που αναφέρει ο Όμηρος, βρίσκονταν σε συνεχείς φιλονικίες και προστριβές μεταξύ τους. Μπροστά όμως στον κοινό εξωτερικό κίνδυνο ενώνονταν και αναγκαστικά ομονοούσαν, όσο διαρκούσε το πρόβλημα. Έτσι προέκυψε ο διεθνής όρος συγκρητισμός, αν και, κατά τον Πλούταρχο, τον επινόησαν οι ίδιοι οι Κρητικοί. Σημαίνει «ανάμειξη στοιχείων διαφορετικής προέλευσης».
Νομίζω πως και σήμερα οι διαμάχες εξακολουθούν να αναφύονται στους Κρητικούς με τη μορφή του έντονου τοπικισμού· ας επισημανθεί, εντελώς πρόχειρα, η υφέρπουσα διαμάχη ανάμεσα στους Ηρακλειώτες και στους Χανιώτες. Αλλά και λίγο παλιότερα οι μισοί νομοί της Κρήτης ήταν αντικείμενο υποτίμησης και έντονου χλευασμού από μερίδα κατοίκων των άλλων μισών. Υποτίθεται πως έτσι αυτοί εξυψώνονταν υποτιμώντας τους άλλους με χαιρέκακους χαρακτηρισμούς, μοχθηρούς, γεμάτους φαρμάκι. Ήταν εκφράσεις «αναμφισβήτητα θανάσιμες», όπως αναφέρει ο Μενέλαος Παρλαμάς. Ενδεικτικά αναφέρεται ένα τετράστιχο:
Οι Χανιώτες για τα άρματα,
οι Ρεθεμνιώτες για τα γράμματα,
οι Καστρινοί (Ηρακλειώτες) για το ποτήρι (άρα μπεκρήδες)
και οι Λασιθιώτες…
αποφεύγω να συμπληρώσω τον στίχο· οι περισσότεροι ίσως τον γνωρίζουν ή υποθέτουν πώς συμπληρώνεται από την ομοιοκαταληξία με τη λέξη ποτήρι του τρίτου στίχου. Ο Ψιλάκης όμως, καθολικός Κρητικός, ανήκει στους συν-Κρήτες. Δεν ανέχεται τη διάσπαση και συγκερνά τις διαφορές. Προσέξτε πώς συνενώνει τις δυο αντιμαχόμενες πόλεις Ηράκλειο και Χανιά. (Να τονιστεί όμως πως η αντιπαράθεση αφορά σήμερα ελάχιστους θερμοκέφαλους στις δύο περιοχές, χουλιγκάνους θα τους έλεγα). Στις σελίδες 74-75:
«Έτσι γνώρισα τις δυο μεγάλες πολιτείες του τόπου μου (Ηράκλειο και Χανιά). Και τις αγάπησα τόσο στο μυαλό μου που τις έκαμα μία…. Περνούσα καλά μαζί τους. Και οι δυο πολιτείες είχαν λιμάνι και οι δυο φορούσαν τις πέτρινες πανοπλίες τους, κάτι θεόρατα βενετσιάνικα τείχη που μου θύμιζαν τα κάστρα των παιδικών παραμυθιών, μα γιγαντωμένα, για να χωρούν όλα τα σπίτια και όλα τα βάσανα….»
Επισημαίνω τέλος μικρές χαρακτηριστικές φράσεις από το έργο, στοχαστικά αποστάγματα, που είναι, νομίζω, αξεπέραστες:
Ανάθεμά τον όπου φρονιμέψει από ανάγκη! (σελ. 142)
Τι τα θες, μωρέ κουζούλακα, τα λεφτά; Μια τρυπημένη δεκάρα σού χρειάζεται, μόνο και μόνο για να τη δώσεις στο βαρκάρη του Χάρου! (σελίδα 139)
Πώς λεγόταν στα χωριά μας το μικρό νόμισμα, ο οβολός που έβαζαν παλιότερα στο στόμα του νεκρού, για να πληρώσει το βαρκάρη στον Κάτω Κόσμο; Ονομαζόταν από το λαό μας το περατίκι (από το ρήμα περνώ, ήταν εισιτήριο από τον έναν κόσμο στον άλλο). Ειδωλολατρικό κατάλοιπο. Αναμφίβολα εδώ μιλά ολοφάνερα ο λαογράφος Ψιλάκης και η μεγάλη αγάπη του, η Λαογραφία.
ΤΕΛΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ
Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας «πολυφωνικό». Και πράγματι με την πολυμορφική ροή του από κάθε σχεδόν σελίδα ξεπετάγονται ποικίλες φωνές από πρωταγωνιστές ή κομπάρσους που μας καλούν – και μας προσκαλούν - να τις αποκρυπτογραφήσουμε. Γι’ αυτό και δεν επιδέχεται γρήγορη, επιπόλαιη και επιφανειακή ανάγνωση, έτσι απλώς για να σκοτώσομε την ώρα μας. Προσφέρεται όμως για ψυχαγωγία υψηλού επιπέδου και για προβληματισμό. Απαιτείται προσεκτική μελέτη και αυτοσυγκέντρωση παρά τη λαγαρότητα του λόγου, τα θαλερά ελληνικά του και τη λυρική διάθλαση των γεγονότων. Ρίχνεις μια πέτρα στο νερό (:στην ανάγνωση του βιβλίου) και οι ομόκεντροι κύκλοι που σχηματίζονται (:οι νοηματικοί κύκλοι) σιγά σιγά πλαταίνουν. Δεν πρέπει όμως να χαθούν στην απεραντοσύνη του νερού (:στη μεγάλη έκταση, στον προβληματισμό, στον στοχασμό….), καθώς ο συγγραφέας μεταχειρίζεται την τεχνική της φωτοσκίασης επιδέξια και με μεγάλη σχεδιαστική δεινότητα. Επίτηδες τα αφήνει όλα ρευστά, ευμετάβλητα, με αναλαμπές. Παντού φως και σκιά. Υπερισχύει ο υπαινιγμός. Μέχρι το τέλος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα: ο μουγγός, ο Βαρδής, σημαίνον πρόσωπο του έργου, φίλος και συνεργάτης του Ρούσου Κομητά, που δεν ήταν καθόλου μουγγός ούτε και λεγόταν Βαρδής. Αυτό αποκαλυπτικά φανερώνεται – και αιφνιδιάζει – μόλις στο τέλος του έργου. Μοιάζει με ένα σημερινό φωτο-φίνις στο τέρμα ενός σημαντικού και αμφιρρέποντος αγώνα ταχύτητας και αντοχής ταυτόχρονα.
Πάντα μου ασκούσε μια μυστική γοητεία ένα έξοχο ποίημα του Καβάφη, ο Καισαρίων. Ο μεγάλος Αλεξανδρινός, «εν μέρει για να εξακριβώσει μια εποχή», έτσι γράφει στο ποίημα, διαβάζει τη νύχτα στην Αλεξάνδρεια, από βιβλίο φυσικά, επιγραφές των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Κάποια στιγμή φτάνει στον Βασιλέα των Βασιλέων, στον Καισαρίωνα. Για να τον πλάσει όπως θέλει, αφήνει επίτηδες τη λάμπα να σβήνει σιγά στο δωμάτιό του και φαντάζεται πως αχνοφαίνεται μέσα στο μισοσκόταδο ο Καισαρίων με την αόριστη γοητεία του «ιδεώδης εν τη λύπη του…..»
Όμοια σε μια στιγμή ώσμωσης με τον Μεγάλο Αλεξανδρινό, φαντάζομαι τον Νίκο Ψιλάκη νύχτες και νύχτες σε μια δίνη σκέψης με σωρευμένη μνήμη «εν μέρει για να εξακριβώσει μια εποχή» (κι αυτός σαν τον Καβάφη) να προσπαθεί, ίσως χαμηλώνοντας τα φώτα, να δώσει σάρκα και οστά στους ήρωές του, όντας συγχρόνως κοντινός και μακρινός συνταξιδιώτης τους, εκεί στον Λόφο της Σεμέλης, στο ερημητήριό του. Να τους πλάθει κάπως πιο ελεύθερα στον νου του: τον Ρούσο το Κομητά τον πατέρα, τη Δοξανιά τη μητέρα, τον γιο τον μετανάστη (χωρίς μικρό όνομα), την αγαπημένη του αδελφή Αγγελικώ, τον Βαρδή τον μουγγό, την ξελογιάστρα την Εσθήρ, την πάλλευκη τη Ροδαμνή, όχι πια ατιμωτικά κουρεμένη μα εξαγνισμένη με το φωτοστέφανο της αγάπης, τον Έντζο τον Ιταλό, έτοιμο να προσφέρει στην αγαπημένη του Συλβάνα ένα ζευγάρι ξυλοπάπουτσα, τους Κρητικούς αγωνιστές, τους ξεκληρισμένους Εβραίους…
Όσο για την έξοχη μορφή του εξωφύλλου, η Κρητικοπούλα που εικονίζεται με τα θλιμμένα στοχαστικά μάτια, είναι πραγματικό πρόσωπο από φωτογραφία της δεκαετίας του 1930. Ο συγγραφέας κατάφερε με εργώδεις και πείσμονες προσπάθειες να την αναπλάσει παλεύοντας πάνω στους ιριδίζοντες κυματισμούς και στις αναλαμπές μιας θάλασσας που μοιάζει να κοιμάται· παλλόμενη όμως. Μιας θάλασσας που λες και επείγεται να καταπιεί τη γυναικεία μορφή, όπως τους μαρτυρικούς ναυαγούς του Τάναϊς.
Τελειώνοντας, Νίκο Ψιλάκη, σε ευχαριστούμε. Μας έκανες συνταξιδιώτες σου δονώντας και αρδεύοντας κεκοιμημένες μνήμες με τους κρητικούς ψιθύρους σου μέσα από το μυστηριακό φακό σου. Είναι σαν να ζήσαμε όχι μόνο τις ανεμόδαρτες στιγμές οδύνης του μοιραίου πλοίου Τάναϊς και του νησιού μας αλλά και σαν, σεργιανίζοντας, κοινωνοί των μεγάλων μυστικών της Κρήτης, να απολαμβάνουμε ένα παλιό αγαπημένο κρητικό τραγούδι!
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΡΑΚΩΝΑΚΗΣ
Όλοι οι διωγμοί είναι ένας!
Με τον συγγραφέα και συμπατριώτη μου με συνδέουν κοινά βιώματα και παραστάσεις. Για παράδειγμα, από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου η περιγραφή του μπακάλικου ήταν αρκετό ερέθισμα. Με άρπαξε από τα πέτα και με βύθισε σε μιαν ανελέητη ανάγνωση. Ελπίδα διαφυγής καμία πριν από την ολοκλήρωση. Μια ολοκλήρωση που απαρτίζεται από μικρές ψηφίδες χρόνου. Μπρος πίσω, πίσω μπρος, το χτες να μπερδεύεται και να προοιωνίζεται το σήμερα, ακόμη και το αύριο. Αλήθειες και έννοιες πανανθρώπινες, αιώνιες. Ίδιες σε κάθε τόπο και χρόνο.
Το ύφος του βιβλίου, σαφώς προσωπικό και αυτόνομο, μαρτυρά ψήγματα επιρροής από τον ογκόλιθο Ν. Καζαντζάκη. Και αυτό δεν είναι μειονέκτημα. Προτέρημα είναι γιατί μαρτυρά την άνθηση της σποράς του μεγάλου Κρητικού και τη συνέχεια της λογοτεχνικής παράδοσης σε τούτη τη φλύδα γης, ριγμένη μέσα στη θάλασσα, που τόσα μυστικά κατέχει μα σωπαίνει την εποχή του μεγάλου δραπέτη, του Ίκαρου, μέχρι την «Έλλη» του '40, το Hercules του ’74 και τις λαστιχένιες βάρκες με τα πορτοκαλί σωσίβια στις μέρες μας. Αυτή η πολύπαθη θάλασσα, «πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα» σε κάθε σελίδα του βιβλίου, δίνει στη γραφή του Ψιλάκη τη δύναμη να φωτίσει μια σκοτεινή στιγμή του πολέμου στην πατρίδα μας. Ο συγγραφέας με απόλυτη σαφήνεια παρουσιάζει γεγονότα, σμιλεύει χαρακτήρες, αναπολεί βιώματα και εμπλέκει με μαεστρία τα νήματα του ντοκουμέντου και της μυθοπλασίας, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελευταία -κυριολεκτικά- σελίδα. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ο συγγραφέας επιδέξια δίδει το κλίμα και την ατμόσφαιρα της εποχής με την περιγραφή του μπακάλικου και της «οβριακής» γειτονιάς, την τακτική σύναξη -Jour fixe- των ντόπιων γυναικών και των πολύγλωσσων εβραίων που είναι εντελώς αφομοιωμένες και σε τίποτα δεν διαφέρουν από τις γηγενείς κρητικές. Ακόμη, η αναφορά σε πανάρχαια ταφικά έθιμα παρουσιάζεται συγκλονιστικά απλά με το σακάκι του πατέρα που τοποθετεί η μάνα στο μνήμα σαν αρχαίο κτέρισμα. Έτσι πρωτοπαρουσιάζεται ο κεντρικός ήρωας Ρούσσος Κομητάς, μια προσωπικότητα σε διαρκή απουσία αλλά πανταχού παρούσα σε όλο το βιβλίο.
Στη συνέχεια, μια και μόνη φράση είναι ικανή να προσδιορίσει την κύρια -μαζί με την αλληλογραφία Συγγραφέα, θείου Τηλέμαχου και Καπετάν Λερά- πηγή πληροφοριών για τα τεκμήρια και τον μύθο, τις φωτογραφίες: «Μα οι φωτογραφίες δεν ακούνε. Ίσως και να μην βλέπουν. Μιλάνε μόνο». Λιτή και συγκλονιστική φράση! Όπως λιτή αλλά ουσιαστική είναι και η περιγραφή της Κρήτης που αποδίδεται στον γερμανό διοικητή: «Κρήτη ανυπότακτη»! Μια λέξη τα λέει όλα.
Άλλοτε πάλι η περιγραφή ανθρώπων, σχέσεων ή τοποθεσιών γίνεται με πολύ αναλυτικό αλλά εύληπτο τρόπο, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη και σε κάθε κεφάλαιο το ανανεώνει με λέξεις κλειδιά όπως: «μετοικεσία» γίνεται ο απηνής διωγμός των εβραίων, «διακεκομμένες γραμμές ο τόπος μου» για τη σχέση της Κρήτης με την υπόλοιπη Ελλάδα και την Ευρώπη, η Ζωή και ο Έρωτας, η Ελπίδα και η Αυταπάτη και στο τέλος η Κορωνίδα που επιβεβαιώνεται διαχρονικά, ακόμη και σήμερα: «όλοι οι διωγμοί είναι ένας»! Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο έμπειρος συγγραφέας-δημιουργός χτίζει τον μύθο του μέσα στα τεκμήρια της πραγματικής ιστορίας με δημιουργική μαεστρία, εξελίσσοντας την πλοκή του μύθου με τρόπο που χρησιμοποιείται στη λεγόμενη «αστυνομική» λογοτεχνία με τις συνεχείς ανατροπές και τα -επίτηδες- ασαφή και μυστηριώδη σημεία, που τελικά ταιριάζουν απόλυτα με αυτή την περίεργη και εν πολλοίς αδιευκρίνιστη ιστορία του τέλους του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μια πιο εκτεταμένη παρουσίαση θεωρώ ότι κινδυνεύει να μειώσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη και την ερευνητική και δημιουργική διείσδυσή του στις καλογραμμένες σελίδες του βιβλίου. Αν θέλετε να γίνετε κοινωνοί μικρών και μεγάλων μυστικών της Κρήτης, του Αιγαίου και της Μεσογείου, διαβάστε το βιβλίο αλλά εσείς μην σωπάσετε σαν τις θάλασσες. Διαδώστε τις αλήθειες του και τις σκέψεις σας.
Γιάννης Δρακάκης, περιοδικό Πολιτιστική αναζήτηση, τ. 90, φθινόπωρο 2019, σελ. 18
Συνέντευξη στην PRESS PUBLICA
Ένα από τα πιο σκοτεινά περιστατικά της ναζιστικής εποχής, η βύθιση του πλοίου Τάναϊς, που μετέφερε, κλεισμένους στ’ αμπάρια του, Έλληνες ομήρους, Ιταλούς αντιφασίστες, και όλους τους Εβραίους της Κρήτης. Ο αφηγητής και ήρωας του μυθιστορήματος επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο είκοσι χρόνια μετά και αναζητεί τα ίχνη του πατέρα του, που είχε χαθεί το 1944, και ως αιτία της εξαφάνισης αναφέρεται ο πνιγμός του στο ναυάγιο. Εκείνος αποφασίζει να συνεχίσει το ψάξιμο, σεβόμενος την υπόσχεση προς τη μητέρα του, που θεωρούσε τον άντρα της ακόμη ζωντανό. Μέρα με τη μέρα βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τα συμβάντα του πολέμου αλλά και με τις συνέπειές τους στις ζωές των ανθρώπων, τις κάθε λογής στοχοποιήσεις κοινωνιών και ατόμων, ακόμη και με τις σιωπές της ιστορίας. Οι παλιές πληγές ματώνουν με την πρώτη ψηλάφησή τους, το παρελθόν εξακολουθεί να καθορίζει το παρόν κι εκείνος – μετανάστης από την τρυφερή ηλικία του – ταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο ταυτότητες και σε πολλές εκδοχές των ίδιων γεγονότων. Ανασκαλεύει τις μνήμες των άλλων, συναντά εφηβικούς έρωτες, περπατά στα σιωπηλά μονοπάτια της ιστορίας και περιπλανιέται στα δρομάκια της Οβριακής, μιας γειτονιάς που άδειασε μέσα σε 45 λεπτά, και οι κάτοικοί της, νέοι, γέροι και 120 παιδιά, χάθηκαν μια καλοκαιρινή νύχτα ανάμεσα στην Κρήτη και τη Σαντορίνη.
«Κι οι θάλασσες σωπαίνουν» (Εκδοσεις ΚΑΡΜΑΝΩΡ) το νέο ιστορικό μυθιστόρημα του ρέκτη Κρητικού συγγραφέα, δημοσιογράφου και ερευνητή Νίκου Ψιλάκη.
-Η βύθιση του πλοίου Τάναις ήταν η αφορμή για το νέο σας βιβλίο. Μιλήστε μας για το γεγονός.
– Είναι απ’ αυτά που σ’ αφήνουν άφωνο. Ένα πλοίο γεμάτο ομήρους, Κρήτες αντιστασιακούς, Ιταλούς αντιφασίστες και όλους τους Εβραίους της Κρήτης τορπιλίστηκε και βυθίστηκε τη νύχτα της 8ης προς την 9η Ιουνίου 1944 ανάμεσα στην Κρήτη και τη Σαντορίνη. Οι Γερμανοί στοίβαξαν και κλείδωσαν τους ανθρώπους στα αμπάρια του πλοίου, οι Εγγλέζοι έριξαν τις τορπίλες…
-Από τα πιο σκοτεινά συμβάντα της ναζιστικής κατοχής;
– Ασφαλώς! Τα πρώτα χρόνια μετά την Κατοχή δεν μιλούσε κανείς γι’ αυτό και το δικαστήριο εγκληματιών πολέμου δεν βρήκε κανέναν ένοχο και δεν καταδίκασε κανέναν. Ήρθε, λοιπόν, η παράδοση να καλύψει τα κενά της ιστορίας. Κάποιοι νομίζουν ακόμη ότι το πλοίο μετέφερε μόνον Εβραίους, ότι τους φόρτωσαν οι Γερμανοί και τους βούλιαξαν. Ακόμη και το όνομα του πλοίου ακουγόταν (και ακούγεται) λάθος, Δανάη αντί για Τάναϊς. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων ήταν και παραμένει άγνωστος, στις αρχειακές πηγές σώθηκαν ελάχιστα τεκμήρια, οι επιζήσαντες (μόνο Γερμανοί στρατιώτες και Έλληνες ναυτικοί) δεν μίλησαν ποτέ. Κι όταν, μετά τον πόλεμο, έγινε κάποια υποτυπώδης έρευνα, οι ελληνικές αρχές βρήκαν μόνον έναν Έλληνα ναυτικό, αλλά η πρόχειρη κατάθεσή του αποτελεί από μόνη της μνημείο: πουθενά δεν αναφέρει τι «λογής» φορτίο μετέφερε το βυθισμένο πλοίο. Λες και ήταν άδειο.
-Στα δρομάκια της Οβριακής που χάθηκε μέσα σε 45 λεπτά;
– Σιωπή… Πόρτες ορθάνοιχτες, σπίτια κενά, παράθυρα που τ’ ανοιγοκλείνει ο άνεμος. Μια γάτα που κλαψουρίζει, ένας πετεινός που κράζει χωρίς να σημάνει ξημέρωμα, δυο Γερμανοί στρατιώτες που τραβολογούν ένα πιάνο προσπαθώντας να το κουβαλήσουν στο στρατηγείο τους, ένα καμιόνι που σταμάτησε στο πλάτεμα και φορτώνει τα έπιπλα των απόντων. Στο κράσπεδο χαρτιά και φρόκαλα, όσα άχρηστα άφησε πίσω του ο γερμανικός στρατός και οι πανταχού παρόντες πλιατσικολόγοι. Πιο κει ο φούρναρης της γειτονιάς προσπαθεί να κρύψει μιαν αρμαθιά κλειδιά, εκείνα που του εμπιστεύτηκε κάποιος Ελληνοεβραίος γνωστός του, παραδίπλα μια γυναίκα ψελλίζει και ξαναψελλίζει τα τελευταία λόγια της παιδικής της φίλης: «να προσέχεις το σπίτι μου όσο θα λείπω». Κάποιοι πίστευαν πως θα περνούσε η μπόρα και θ’ άνοιγαν πάλι τις πόρτες που είχαν φροντίσει ν’ αμπαρώσουν ένα μαγιάτικο πρωινό του ’44. Μέσα σε τούτη την ερημιά ξεχωρίζουν μόνον οι σιλουέτες των γειτόνων. Περνούν από τα ρημαγμένα σπιτικά, τώρα πια δεν έχουν κανένα να του πουν «καλημέρα».
-Ο αφηγητής και ήρωας του μυθιστορήματος επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο είκοσι χρόνια μετά και αναζητεί τα ίχνη του πατέρα του που είχε χαθεί το 1944;
– Είναι ο διαρκώς παρών και διαρκώς απών ήρωας του μυθιστορήματος. Αφηγείται τη δική του ζωή μέσα από τις ζωές των άλλων. Μετανάστης από τα μικράτα του, υιοθετημένος από τον αδερφό του πατέρα του, βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα σε δυο κόσμους, σε δυο πατρίδες, σε δυο εποχές, σε δυο ταυτότητες. Η Ελλάδα του 1964, όμως, είναι ένας άλλος τόπος, οι πληγές της Κατοχής δεν έχουν κλείσει, η λήθη αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή κι αντιστρατεύεται τη μνήμη, μέσα στις στάχτες υπάρχουν ακόμη σπίθες έτοιμες ν’ ανάψουν καινούργιες φωτιές. Μαζί με όλα τούτα, όμως, συναντά και την ίδια τη ζωή, και τον έρωτα που ζητά το μερτικό του. Κάποια Ροδαμνή περιμένει βάζοντας διαρκώς άσπρη μπογιά στους τοίχους, στα κεντήματα, στα ρούχα, στο παρελθόν της, κάποια Ιταλίδα με τ’ όνομα Σιλβάνα περιμένει τα ξιλοπάπουτσα που θα της έφερνε ο καλός της πεσκέσι από την Κρήτη, κάποιος ερωτευμένος μουσικός παριστάνει τον Εβραίο και προσπαθεί να τον συλλάβουν για να μην χάσει την Τζένη του. Ο πατέρας του ανώνυμου αφηγητή παραμένει έως το τέλος σκιά μαζί με τη νεαρή Εσθήρ, μια νεαρή Εβραιοπούλα που την έκρυψε για λίγες ημέρες στο κτήμα του.
-Χρονοβόρα και επίπονη και επίμονη η συγκέντρωση στοιχείων…
– Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Το ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να πατά καλά στα πόδια του. Ήμουν και κάπως τυχερός που έτυχε να συναντήσω πριν από πολλά χρόνια τις μνήμες ενός διασωθέντα ναύτη.
-Ένα ιστορικό μυθιστόρημα που δρασκελίζει τον χρόνο και τον χώρο;
– Που δρασκελίζει τον χρόνο προσπαθώντας ν’ αναπαραστήσει τον χώρο, να συναντήσει τους ανθρώπους που έζησαν σε άλλες εποχές, να μιλήσει μαζί τους. Πρόκληση μεγάλη για τον κάθε συγγραφέα να κινείται με άνεση στον παρελθόντα χρόνο, να γνωρίζει το τοπίο, ν’ ανακαλύπτει και ν’ αποκαλύπτει τις μη ορατές πτυχές της ιστορίας. Πρόκληση μεγαλύτερη ν’ αναφέρεται στο χτες και να μιλά για το σήμερα και το αύριο. Σ’ ένα προηγούμενο μυθιστόρημά μου, την «Πολυφίλητη», ένας επίδοξος ποιητής που προσπαθεί να ολοκληρώσει κάποιο θεατρικό έργο ζώντας μέσα στην επί 23 έτη πολιορκημένη πόλη του (Χάνδακας 1646-1669), αναφωνεί: «Κάθε έργο πρέπει να μιλά για την εποχή του. Ακόμη κι όταν ανατρέχει ο ποιητής στο παρελθόν, πρέπει να το κάνει σαν τον άλτη που πηγαίνει κάμποσα βήματα προς τα πίσω για να πάρει φόρα. Για το σήμερα νοιάζονται οι ποιητές. Και για το αύριο. Κι αν καμώνονται καμιά φορά πως μιλούν για τα περασμένα, δεν το κάνουν για να ξεφύγουν από το σήμερα, αλλά για να το δουν από την απόσταση του χρόνου και να το χαρτογραφήσουν καλύτερα».
-Το ντόπιο ιδίωμα δίνει άλλη αύρα στο βιβλίο σας…
– Το χρησιμοποίησα με φειδώ. Αφενός επειδή ο χρόνος της αφήγησης απέχει από τον χρόνο της ιστορίας (ο βασικός ήρωας αφηγείται τα γεγονότα σε μεταγενέστερες εποχές, μετά το 1964, ίσως και πολύ μετά από την επίσκεψή του στην πατρίδα), αφετέρου επειδή δεν ήθελα να βάλω γλωσσικά αινίγματα στον αναγνώστη. Κάποιες σκόρπιες ιδιωματικές λέξεις επιλέχτηκαν για να μας μεταφέρουν με τον δικό τους μοναδικό τρόπο από τον χρόνο της αφήγησης στον χρόνο της ιστορίας. Με ενθουσιάζουν οι ντοπιολαλιές, όλες οι ντοπιολαλιές, με τρελαίνει ν’ ακούω τη γλώσσα του Ερωτόκριτου, δηλαδή τη γλώσσα που μιλούσε η μητέρα κι ο πατέρας μου, με ενθουσιάζει ν’ απολαμβάνω τη μουσική των λέξεων, να μαντεύω την καταγωγή τους, να παραδίδομαι στα ταξίδια της μνήμης. Ο συγγραφέας έχει τη λέξη έτσι όπως έχει ο ζωγράφος το χρώμα. Ζωγραφίζει με τις λέξεις, συνθέτει τη μουσική του με λέξεις.
-Συνδυάζετε τη μυθοπλασία με την ιστορική τεκμηρίωση;
– Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Τα επινοημένα πρόσωπα συναντούν τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, διαλέγονται μαζί τους, όπως ακριβώς διαλέγεται και ο συγγραφέας, που κι εκείνος βιώνει τα γεγονότα παλεύοντας με τα συναισθήματα· τα δικά του και των άλλων. Ένα ιστορικό μυθιστόρημα πρέπει να πατά γερά στα πόδια του, δεν αρκεί να γνωρίζει ο δημιουργός του μόνο τα ξερά γεγονότα, ούτε μόνο πώς ντύνονταν ή τι έτρωγαν οι άνθρωποι μιας άλλης εποχής, πρέπει να ξέρει πώς σκέφτονταν, να ψηλαφίζει τις πληγές και τις ψυχές, να γίνεται συνταξιδιώτης στα όνειρά τους.
-Με επίκεντρο τον άνθρωπο και τοιχογραφία τα παράλληλα γεγονότα που συμβαίνουν πριν και μετά τον πόλεμο;
-Σωστά το λέτε. Επίκεντρο είναι ο άνθρωπος, παράλληλα με το ίδιο το γεγονός, που αποτελεί και κεντρικό θέμα της αφήγησης. Ο άνθρωπος που πονά, που πεινά, που ερωτεύεται, ο άνθρωπος που θέλει να ζήσει και όχι να βρεθεί στο κενό της ιστορίας ως «παράπλευρη απώλεια», όπως λένε όσοι θέλουν να στρογγυλεύουν τα πράματα. Στην τοιχογραφία που απλώνεται μπροστά μας μπορούμε να δούμε το χτες και το αύριο, να δούμε οικείες μορφές και να καταλάβομε επιτέλους ότι όλες οι μορφές είναι οικείες. Είναι σαν να κοιτάζομε έναν μεγάλο καθρέπτη, να βλέπομε όχι μόνο το δικό μας πρόσωπο αλλά και τα πρόσωπα των άλλων. Προσπάθησα να φιλοτεχνήσω την Ελλάδα του 20ού αιώνα ως ένα μέρος του όλου, ένα κομμάτι του κόσμου. Κι αυτός ο κόσμος κατασκευάζει περιθώρια και τόπους της λήθης, φιλοτεχνεί ανδρείκελα, εκτρέφει Αδόλφους, ανέχεται τον διωγμό του Εβραίου επειδή ο Εβραίος είναι ο «άλλος», εξοντώνει Έλληνες ομήρους και Ιταλούς αντιφασίστες. Δεν είναι τυχαίο που άνθρωποι με διαφορετικές κουλτούρες συναντώνται μέσα στις σελίδες των «Θαλασσών» που σωπαίνουν. Ένας Αρμένης πρόσφυγας καταγράφει τη ζωή του θέλοντας να κληροδοτήσει στους απογόνους του τις ψηφίδες της μνήμης. Είναι αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων που συνέβησαν λίγο πριν από τη βύθιση του Τάναϊς. Και λέει: «Παρακολουθώντας όσα έγιναν το ξημέρωμα της 20ής Μαΐου ξέσπασα σε λυγμούς διότι, αγαπημένα μου τέκνα, έβλεπα τον δικό μου διωγμό σαν σε οθόνη κινηματογράφου. Όλοι οι διωγμοί είναι ένας».
-Οι λογοτέχνες στις μέρες μας είναι οι σύγχρονοι ιστοριογράφοι;
-Οι ρόλοι είναι διακριτοί. Η ιστορία είναι επιστήμη, η λογοτεχνία είναι μορφή τέχνης. Ωστόσο, η ιστορία μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για τη λογοτεχνία. Ας πούμε ότι το ιστορικό μυθιστόρημα είναι η χωνεμένη ιστορία. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τα γεγονότα μέσα από τη δράση των ηρώων, συχνά ταυτίζεται μαζί τους, μοιράζεται συναισθήματα και βιώνει με τον τρόπο του το ίδιο το ιστορικό γεγονός. Με τη λογοτεχνία διευρύνομε τους ορίζοντες, παρακολουθούμε τους άλλους, κατανοούμε καλύτερα τον κόσμο. Όχι μόνο τον κόσμο του παρελθόντος…
-Ένα έργο μνήμης με ναυάγια και ανθρώπινες ιστορίες που και σήμερα χάνονται στα νερά της Μεσογείου…
– Μνήμης, ναι! Αλίμονο στις κοινωνίες που ξεχνούν.
Γιώργος Κιούσης
PRESS PUBLICA (5/2/2019)
Ανάγλυφοι χαρακτήρες ανθρώπων
Ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ιστορικό μυθιστόρημα του Νίκου Ψιλάκη «Κι οι θάλασσες σωπαίνουν», εκδόσεις ΚΑΡΜΑΝΩΡ Α’ έκδοση Ηράκλειο 2018. Οι 514 σελίδες, σε ταξιδεύουν πρωτίστως στην Κρήτη, σε διάφορες χρονικές περιόδους, με επίκεντρο τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως ο συγγραφέας, αναπλάθει με εντυπωσιακές αφηγήσεις αυτοπτών μαρτύρων.
Ο Νίκος Ψιλάκης, είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας πολλών λογοτεχνικών βιβλίων. Έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις και βραβεία , ανάμεσα στα οποία είναι το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το έργο «Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης» και το Βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» για την προσφορά του στα Γράμματα.
Με φιλοσοφική διάθεση, λογοτεχνική έκφραση και ιστορικές αλήθειες στους συναρπαστικούς διαλόγους των ηρώων του, δίνει ξεχωριστή διάσταση στον λόγο, όπως: «Ακόμα κι η πέτρα καταλυέται», «ένιωθα σαν συνώνυμες λέξεις το "δικός” και το “ξένος”», «...ήμουν πολύ νέος και όλος ο κόσμος μπορούσε να χωρέσει σ’ ένα όνειρο και σ’ ένα ταξίδι...». Μας προδιαθέτει για μια ιδιαίτερη θεώρηση, για το μεγάλο ταξίδι που παίρνει τον αναγνώστη, καθώς διευκρινίζει: «...και οι τόποι έχουνε μνήμη, ψυχή και συναίσθημα», πόσο μάλλον η Κρήτη με τον πλούσιο ψυχικό κόσμο των κατοίκων της.
Οι ανθρώπινες ιστορίες που περιγράφει, διαδραματίζονται κυρίως στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα από συναρπαστικές αφηγήσεις, καθώς σοφά δηλώνει ο «Γερο-Ανεμόσουρας»: «Κανένας πόλεμος δεν τελειώνει με μια συμφωνία ειρήνης, οι μεγάλες μάχες δίνονται μετά». Πρωταγωνιστές, Κρητικοί της καθημερινότητας με συνηθισμένες ασχολίες, που όμως με πολλούς τρόπους «εμπλέκονται» στον Πόλεμο, αλλά και στην Αντίσταση.
Ανάγλυφοι οι χαρακτήρες των ανθρώπων, με διαφορετικές παραδόσεις και θρησκείες, που όμως: «...Η μακραίωνη συμβίωση κονταίνει τις αποστάσεις, κάποτε τις καταργεί κιόλας, οι άνθρωποι γνωρίζονται πια, μαθαίνουν να γκρεμίζουν φραγμούς». Ο Νίκος Ψιλάκης, παρ’ όλο που την επώδυνη περίοδο του Πολέμου που, «...δεν υπάρχει τόπος για τ’ όνειρο», το συναίσθημα θριαμβεύει.
Αναφέρει ανθρώπους της καθημερινότητας, αλλά και αυτούς των «Γραμμάτων», «δωσίλογους», τη βαρβαρότητα του «κατακτητή» αλλά και αυτούς της Αντίστασης, ακόμα και σε δολιοφθορές εναντίον του κατακτητή: «Τούτος ο Χεϊτάνης, είπε η Ευγενικώ, είχε κατακλέψει τους Γερμανούς. Στήριζε πάνω σε πέτρες τα φορτηγά, ξεβίδωνε κι έπαιρνε τα λάστιχά τους, άρπαζε τέντες, δοχεία πετρελαίου, κονσέρβες, έκλεβε της Παναγιάς τα μάτια».
Υπενθυμίζει και την «αντίσταση», λειτουργών της Εκκλησίας μας: «...Ο καλόγερός ήταν χωμένος μέχρι τα μπούνια στ’ αντάρτικο, ακόμα και κάτω από την Αγία Τράπεζα λεν πως έκρυβε όπλα». Γράφει για τις «εικονικές εκτελέσεις», που χρησιμοποιούσαν ως βασανιστήριο και μοχλό εξομολόγησης, ξαναθυμίζει γεγονότα, σε όσους έζησαν τον Πόλεμο όπως την κινηματογραφική «απαγωγή του στρατηγού Κράϊπε», ξαναθυμίζει τον «ρεβιθοκαφέ» που κόστιζε στο καφενείο: «Δυό αυγά ο καφές, δυο η ρακή με στραγάλι. Νερό τζάμπα. Λάδι δεκτόν, ένα μπουκάλι της γκαζόζας οι εφτά καφέδες».
Ο Νίκος Ψιλάκης, στο οπισθόφυλλο, αναφέρει μεταξύ άλλων: «Στο επίκεντρο αυτής της ιστορίας βρίσκεται ένα από τα πιο σκοτεινά περιστατικά της ναζιστικής κατοχής: η βύθιση του πλοίου Τάναϊς, με μετέφερε κλεισμένος στ’ αμπάρια του, Έλληνες ομήρους, Ιταλούς αντιφασίστες, και όλους τους Εβραίους της Κρήτης». «Ο αφηγητής επιστρέφει στον γενέθλιο τόπο είκοσι χρόνια μετά και αναζητεί τα ίχνη του πατέρα του, που είχε χαθεί το 1944, και ως αιτία της εξαφάνισης αναφέρεται ο πνιγμός του στο ναυάγιο.
Εκείνος αποφασίζει να συνεχίσει το ψάξιμο, σεβόμενος την υπόσχεση προς τη μητέρα του, που θεωρούσε τον άνδρα της ακόμα ζωντανό. Μέρα και νύχτα βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τα συμβάντα του πολέμου αλλά και με τις συνέπειές τους στις ζωές των ανθρωπων, τις κάθε λογής φτωχοποιήσεις κοινωνιών και ατόμων. Οι παλιές πληγές ματώνουν με την πρώτη ψηλάφησή τους το παρελθόν καθορίζει το παρόν, κι εκείνος – μετανάστης από την τρυφερή ηλικία του – ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο ταυτότητες και σε πολλές εκδοχές των ίδιων γεγονότων.
Ανασκαλεύει τις μνήμες των άλλων, συναντά εφηβικούς έρωτες, περπατά στα σιωπηλά μονοπάτια της ιστορίας και περιπλανιέται στα δρομάκια της Οβριακής, μια γειτονιάς που άδειασε μέσα σε 45 λεπτά, και οι κάτοικοί της, νέοι, γέροι και 120 παιδιά, χάθηκαν μια καλοκαιρινή νύχτα ανάμεσα στην Κρήτη και τη Σαντορίνη».
«Όσο αναδεύει τ’ αποκαΐδια, ξεπηδούν μικρές ιστορίες ανθρώπων: κάποιας Εσθήρ που κρυβόταν στις ερημιές κι έγραφε γράμματα, κάποιου Σαράντη που βρέθηκε να παλεύει ναυαγούς με τα κύματα, κάποιας Ροδαμνής που την κούρεψαν και την πόμπεψαν μετά την απελευθέρωση, κάποιου μουγγού που βρέθηκε σε ξένο τόπο, κάποιου Ένατό που σκόπευε να προσφέρει δώρο στη Σιλβάνα του ένα ζευγάρι ξυλοπάπουτσα».
«Ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα που, μέσα στις σελίδες του, η μυθοπλασία βαδίζει πλάι στην Ιστορία, τα πραγματικά πρόσωπα διαλέγονται με τα επινοημένα προκειμένου να αναδειχτούν οι μεγάλες αλήθειες που απλώνονται πέρα από τον χρόνο και τον χώρο. Έτσι γιατί ένα ιστορικό μυθιστόρημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνομιλεί με τον χρόνο της ιστορίας».
Ο συγγραφέας υπογραμμίζει το «εσωτερικό ανάστημα» ήρωα: «Ο πατέρας είχε σε υπόληψη μεγάλη τούτον τον λειψανάβατο συγγενή, έλεγε πως ο Θεός τον είχε πλάσει με περίσκεψη, όσο μπόι του ‘χε στερήσει του το ‘χε κάμει ψυχή». Διευκρινίζει επίσης: «...το μέγα σφάλμα που κάναμε. Μετρούσαμε το χρόνο σε έτη. Σε στιγμές έπρεπε να τον μετρούμε. Να ρουφούμε την καθεμιά σαν το κρασί το γλυκόπιοτο».
Σε τρεις ολόκληρες σελίδες, ο Νίκος Ψιλάκης, ευγενικά ευχαριστεί ονομαστικά όλους όσοι με τις έγκυρες πληροφορίες τους, τον βοήθησαν στη συγγραφή του βιβλίου του «Κι οι θάλασσες σωπαίνουν».
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ (Εφημ. H ΡΟΔΙΑΚΗ 23-06-2019).
Ελληνική και ξένη πεζογραφία με φόντο την Κρήτη | Πολυφίλητη
Το μυθιστόρημα του Νίκου Ψιλάκη «Πολυφίλητη» χτίζει την υπόθεσή του στους χρόνους της μεγάλης πολιορκίας από τους Οθωμανούς, του Χάνδακα (σημ. Ηράκλειο),πρωτεύουσα του ενετικού Βασιλείου της Κρήτης. Ο συγγραφέας με την έλξη της καταγωγής του συνθέτει την μυθοπλασία μελεπτομερή ενάργεια που αντλεί από ενδελεχή ιστορική μελέτη, αλλά και βιωματική αφόρμηση, αφού όπως λέει , έγραφε ενθυμούμενος από την παιδική του ηλικία διηγήσεις γερόντων του χωριού του που ξεπερνώντας τις εκατονταετίες εκόμιζαν διάφορα θρυλούμενα από εκείνη την φοβερή πολιορκία που διήρκεσε 22 χρόνια, από την άνοιξη του 1647 ως τον Σεπτέμβριο του 1669.
Αναπαριστά την εποχή με λεπτομέρειες της καθημερινότητας απλών ανθρώπων με κεντρική ηρωίδα μια νεαρή γυναίκα με εξαιρετικά δύσκολη μοίρα. Εξαναγκάζεται να στερηθεί αρχικά το νεογέννητο παιδί της, να αποκρύψει την ταυτότητα του βιαστή της, να κρυφτεί εξαιτίας άδικων κατηγοριών κι όλα αυτά μέσα στον πολιορκημένο Χάντακα. Ο συγγραφέας αναβιώνει με πληρότητα τις συνθήκες της πολιορκίας. Οι Κρήτες και οι Ενετοί πολιορκούμενοι, οι Μουσουλμάνοι πολιορκητές με συνακόλουθες εξάρσεις βαρβαρότητας, η φοβερή απειλή της πανούκλας, πλούσιοι και φτωχοί, φαμέγιοι και ευγενείς ,ζωή και θάνατος ,έρωτες, πάθη και γεννητούρια, μια έγκλειστη ζωή επί είκοσι δύο και πλέον χρόνια που όπως μπορούσε πέταγε κι ένα άνθος μέσα σε αυτό το ζοφερό τοπίο της μακρόβιας αυτής πολιορκίας.
Παράλληλα η ευαίσθητη συνήθεια της καταγραφής ημερολογίων που φωτίζουν και προωθούν την πλοκή και μαζί με το μεγαλείο της ανθρώπινης αντοχής στις κακουχίες από κοντά και η άλλη πλευρά , η σκιά για κάποιους,εκπτώσεις ήθους που συνεπάγονται τέτοιες ιδιαίτερες συνθήκες εγκλεισμού. Μέσα λοιπόν σε όλο αυτό το εμπόλεμο τοπίο ο Ψιλάκης ενσαρκώνει με την γραφίδα του μιαν όμορφη γυναίκα. Γοητευτική στην απλότητά της, με την καθαρότητα του ήθους της, χωρίς ιδιαίτερη παιδεία αλλά με ακέραιη ευγένεια και ανθρωπιά η όμορφη Φραντζέσκα θα εμπνεύσει συναισθήματα σε ισχυρές και ανίσχυρες καρδιές και θα εξυφανθούν κοντά της φιλίες, έρωτες, πάθη που όλα θα τα διαχειριστεί με την σοφία μιας καλοπροαίρετης ψυχής.
Με όχημα την γλώσσα της νήσου μας – που ακόμη και σήμερα αντλεί από όλες τις περιόδους της ιστορικής της περιπέτειας – έδωσε με μεράκι ο συγγραφέας αποχρώσεις συναισθημάτων, ηθογράφησε με άνεση τους φωτεινούς αλλά και σκοτεινούς χαρακτήρες. Κράτησε όμως αμόλευτη την πρωτοηρωίδα και την παντοδυναμία του έρωτα. Έτσι η Φραντζέσκα παρά την ταπεινή της καταγωγή στέκεται καθ’ όλη την ροή της μυθοπλασίας με αψεγάδιαστα βασιλική μεγαλοφροσύνη μέσα στα συντρίμμια που πάντα προκαλεί το ανθρώπινο μίσος. Ο συγγραφέας επέλεξε μια γυναίκα ταπεινής καταγωγής και της έδωσε όλη τη διαδρομή μιας εντέλει χειραφετημένης γυναίκας που κατάφερε να επιβιώσει εκείνο το φοβερό περίπου τέταρτο του 17ουαιώνα και μάλιστα να συνδεθεί με παρόμοιες ψυχές , ευαίσθητους ανθρώπους που τίμησαν και κράτησαν τα μυστικά της. Στην Κρήτη υπάρχει μια παλιά κουβέντα. «Ο άνθρωπος αγαπιέται από τα πιθέματά του» κι εννοούν τα χαρίσματα. Η Πολυφίλητη ή αλλιώς η Πολυαγαπημένη εκφράζει το όραμα ακριβώς αυτής της χαρισματικής και γοητευτικής αθωότητας. Η ηρωίδα του Νίκου Ψιλάκη δεν είναι μόνο μια γυναίκα είναι και μια πολιτεία της ψυχής των ηρώων του. Η πατρίδα που υποχρεώνεται να αφήσει και αποχαιρετά ο νοδάρος-συμβολαιογράφος Αυγουστής κραυγάζοντας «Πολυφίλητη».
«Πολυφίλητη» η Φραντζέσκα και στο ημερολόγιο του ερωτευμένου χρυσικού Αμανέα. ‘’Πολυφίλητη’’ και για τον νεανικό της έρωτα, τον Γερώνυμο που την ξαναβρίσκει – μετανοημένος πια – στο τέλος της ιστορίας μας , ενώ εκείνη εγκαταλείπει την πολιτεία – άραγε την πρόφτασε; Ο συγγραφέας μας αφήνει με την αγωνία, ίσως γιατί δυσκολεύεται να παραχωρήσει τον έρωτα στη ευκολία του ειδυλλίου-αν και πλέον οι πρωταγωνιστές το δικαιούνται μαζί με τις ρυτίδες της μεσόστρατης πια ζωής τους.
Η Πολυφίλητη του Νίκου Ψιλάκη με φόντο την Ενετοκρατούμενη Κρήτη μας δίνει πλούσια αναγνωστική συγκίνηση μέσα από τη συνομιλία μύθου και ιστορίας. Οι πληροφορίες τοπικής ιστορίας αφορούν και τους τέσσερις νομούς της νήσου. Πολύ χρήσιμο το γλωσσάριο με τις λέξεις της Ενετοκρατούμενης περιόδου που υπάρχουν ακόμη στο γλωσσικό μας ιδίωμα. Στο εξώφυλλο του βιβλίου εικονίζεται έργο του ζωγράφου Μανώλη Σαριδάκη. Ένα εικαστικό κόσμημα χεραγκαλιαστό με την συνολική έμπνευση του συγγραφέα: το πορτρέτο μιας πανέμορφης Πολυφίλητης ,μελαγχολικής και στοχαστικής με στραμμένη την πλάτη της στο Ενετικό θαλάσσιο φρούριο στο λιμάνι του Ηρακλείου.
Το βιβλίο εκτός από την αναγνωστική απόλαυση ανοίγει και δρόμους ιστορικής μελέτης σχετικής με την εποχή του Κρητικού Πολέμου. Αξίζει λοιπόν να διαβαστεί και ολοκληρώνω την σύντομη αναφορά μου με μια από τις πολλές εύστοχες επισημάνσεις του συγγραφέα που δωρούνται με θυμόσοφη διάθεση μέσα από όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος : «Να προσέχεις Αυγουστή, να προσέχεις όχι μόνο τι λες , αλλά πως το λες. Με κάθε μας αφήγηση ξαναπλάθομε τον κόσμο».
23/7/2019
Ανδρομάχη Χουρδάκη Φιλόλογος – Ποιήτρια (https://biskotto.gr/nea/elliniki-kai-xeni-pezografia-me-fonto-2/)
Βιβλιοπρόταση - Κι οι θάλασσες σωπαίνουν του Νίκου Ψιλάκη
Ξημερώματα 9ης Ιουνίου 1944 στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Κρήτης και Σαντορίνης τορπιλίζεται και βυθίζεται το πλοίο «Τάναϊς» που μετέφερε στοιβαγμένους στα αμπάρια του Κρητικούς αντιστασιακούς, Ιταλούς αντιφασίστες και όλη την εβραϊκή κοινότητα της Κρήτης.
Ο αφηγητής ήρωας του βιβλίου υιοθετημένος από το μετανάστη θείο του επιστρέφει στην Κρήτη το καλοκαίρι του 1964, είκοσι χρόνια μετά το ναυάγιο και αναζητεί τα ίχνη του πατέρα του, που ως αιτία της εξαφάνισης του, αναφέρεται ο πνιγμός στο «Τάναϊς». Σεβόμενος την υπόσχεση του προς τη μητέρα του, που θεωρούσε τον άντρα της ζωντανό, αποφασίζει να συνεχίσει το ψάξιμο. Μέρα με τη μέρα βρίσκεται αντιμέτωπος όχι μόνο με τα συμβάντα του πολέμου αλλά και με τις πληγές που άνοιξε στις ψυχές των ανθρώπων. Ανασκαλεύει μνήμες των φίλων του πατέρα του και των συγχωριανών του, μικρές ιστορίες ξεπηδούν μέσα από τις αναμνήσεις: Κάποιας Εσθήρ που κρυβόταν στις ερημιές και τα ανεπίδοτα γράμματα στη μητέρα της που φύλαγε στο κελί του ο π. Συμεών. Το ημερολόγιο του Κασπάρ που άφησε παρακαταθήκη στα παιδιά του, κάποιος Πασκουάλε που βρέθηκε σε ξένο τόπο, κάποια Σιλβάνα που περίμενε να επιστρέψει ο Έντσο, κάποιος Σαράντης που βρέθηκε ναυαγός να παλεύει με τα αφρισμένα κύματα και η Ροδαμνή, ένας εφηβικός έρωτας που δεν ξεχάστηκε ποτέ.
Το υπέροχο αυτό πολυφωνικό ιστορικό μυθιστόρημα "Κι οι θάλασσες σωπαίνουν" είναι μακράν το καλύτερο βιβλίο που διάβασα τον τελευταίο χρόνο! Η ιδιαίτερη ξεχωριστή γραφή του Νίκου Ψιλάκη με συνεπήρε και ο ποιητικός του λόγος κατάφερε να με κάνει να αγαπήσω τους ήρωες του βιβλίου και να τους νιώσω δικούς μου ανθρώπους.
Σε κάθε σελίδα σχεδόν, ανακάλυπτα ιστορικά στοιχεία για την Κρήτη στην περίοδο της κατοχής που δεν γνώριζα και δυνατές σκηνές που με συγκινούσαν και με έκαναν να δένομαι όλο και πιο πολύ με τον ανώνυμο ήρωα αφηγητή και όλους τους απλούς ανθρώπους που βρέθηκαν στο περιθώριο της ιστορίας και οι μαρτυρίες τους δεν καταγράφηκαν ποτέ.
Άνθρωποι από διαφορετικές κουλτούρες και θρησκείες συνυπήρχαν αρμονικά, ήταν φίλοι και τα παιδιά τους έπαιζαν στις ίδιες γειτονιές. Μια από τις πιο δυνατές σκηνές του βιβλίου είναι όταν αδειάζει η Εβραϊκή γειτονιά στα Χανιά κι ένας από τους αιχμαλώτους αφήνει τα κλειδιά του σπιτιού του στον φούρναρη φίλο του, τον κυρ Αντώνη για να τα φυλάξει και όταν ο Ρούσος ο Κρητικός πίνει ρακί και στήνει χορό μαζί με τον Σαμπετάι και τον Κασπάρ, έναν Εβραίο και έναν Αρμένη φίλο του, δίπλα στα χαλάσματα του βομβαρδισμένου σπιτιού του.
Η συγκίνηση κορυφώθηκε στο λιμάνι του Ηρακλείου όταν επισκέφθηκε για τελευταία φορά τους αιχμαλώτους ο Πρωτοσύγκελος Ευγένιος μαζί με ένα διάκονο και οι φήμες λένε πως έκρυψαν στο ράσο τους δυο μωρά εβραιόπουλα για να τα σώσουν. Και τέλος όταν το καράβι ξεκινά, στο μεσαίο αμπάρι κάποιος αποχαιρετά με μια μαντινάδα.
Πείτε μου, πείτε μου πουλιά, πείτε μου χελιδόνια
πείτε μου αν είδατε ποτέ καράβι να αρμενίζει,
να’ χει το στεναγμό πανί να’ χει το δάκρυ κύμα,
να έχει και στα αμπάρια του σκιας πεντακόσιους σκλάβους.
Σε μια εποχή δύσκολη που ίσως μας φοβίζει κάποιες φορές η διαφορετικότητα, αυτό το υπέροχο βιβλίο έχει να μας δώσει το ωραιότερο μήνυμα, τα λόγια του υποδηματοποιού Κασπάρ: «Όταν διώκετε ένας άνθρωπος, σε κάποια γωνιά του κόσμου, είναι σαν να διώκονται όλοι οι άνθρωποι του κόσμου. Όλοι οι διωγμοί είναι ένας, όπως και όλες οι προσφυγιές». (βλέπε σελ. 361)
Ειρήνη Νικολάου (http://eirini-nikolaou.blogspot.com/2019/02/normal-0-false-false-false-el-x-none-x.html)