«ΑΥΤΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑ ΜΟΥ»
ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Ήταν από τις μορφές που με είχαν εντυπωσιάσει. Αναλφάβητη αλλά όχι αμόρφωτη, απλοϊκή αλλά όχι ρηχή. Με πίστη βαθιά και βλέμμα καθάριο. Σε μοναστήρι την είχα συναντήσει, στο Αρκάδι.
Με είδε βιαστικό και φορτωμένο με μηχανές.
- Θέλεις ένα νεράκι, παιδί μου;
Δεν διψούσα, μα δέχτηκα. Πάντα μου άρεσε να μιλώ με τους ανθρώπους και να ακούω τις ιστορίες τους. Καθίσαμε μαζί στα σκαλοπάτια, περνούσαν οι τουρίστες, φώναζαν, φωτογράφιζαν ό,τι έβρισκαν, αλλά εκείνη βρισκόταν σε μια τέτοια γαλήνη που λες και δεν υπήρχε τίποτα γύρω της. Ούτε κτήρια, ούτε φωνές, ούτε άνθρωποι.
Καλόγρια ήταν. Άτυπη, μάλλον. Και όταν της ζήτησα να μου πει την ιστορία της μίλησε τόσο απλά που δεν έβρισκα λόγια ν’ απαντήσω.
«Ε, τι να πω; Εδώ στο μοναστήρι είναι σήμερα το σπίτι μου, αλλά αύριο θα είναι αλλού».
Σ’ εκείνο το «αλλού» ζούσε. Το άυλο σπίτι της φρόντιζε.
Μείναμε ώρα πολλή καθισμένοι στα σκαλοπάτια, αλλά τα λόγια μας ήτανε λίγα. Μια απόκοσμη σιωπή απλωνόταν παντού κι ας ακούγονταν ήχοι ξένοι, φωνές και γλώσσες που δεν τις γνώριζε. Άγγλοι και Γάλλοι και Ρώσοι.
Ένας μεσοκαιρίτης Γάλλος ζήτησε να τη φωτογραφήσει. Είπε πως τον είχαν εντυπωσιάσει τα μάτια της. Νόμιζα ότι θα έλεγε όχι, αλλά δεν είπε.
«Τίποτα δεν έχω δικό μου», απάντησε. «Κι αυτά τα μάτια δεν τα ορίζω. Ο Θεός μου τα έδωσε για να τον βλέπω καλύτερα. Ας ζητήσει την άδεια από τον Θεό κι ας τα φωτογραφίσει».
Έτσι απλά έδωσε την συγκατάθεσή της στον άγνωστό της τουρίστα. Κι εκείνος δεν έλεγε να ξεκολλήσει. Έβγαζε τη μια φωτογραφία πάνω στην άλλη, αλλά η γριούλα του Αρκαδίου δεν πόζαρε. Συνέχιζε να κοιτάζει με την ίδια ηρεμία τον κόσμο, έτσι όπως συνέχιζε να διαλέγεται με όσα δεν έβλεπε κανένας άλλος εκτός από εκείνη.
«Πώς το είπες, Μαγδαληνή; Πως το είπες;»
Έκαμε να χαμογελάσει:
«Είπε ότι τα μάτια μου τα έδωσε ο Θεός μου για να τον βλέπω καλύτερα».
Τη φωτογράφισα κι εγώ.
«Ξέχασες να πιεις το νερό», μου είπε πριν φύγω.
«Όχι, δεν ξέχασα Μαγδαληνή, αλλά τώρα πια δεν διψώ».
Δεν απάντησε. Ήξερε, μάλλον...