ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΛΟΡΔΟΥ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΙΗΓΗΜΑ

Τα κάλαντα του Λόρδου

Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

Μέρες πριν τις γιορτές φτιάχναμε τις παρέες για τα καλαντίσματα του Δωδεκάμερου. Περιζήτητοι αυτοί που είχαν μεγάλα σόγια, περιζήτητοι κι αυτοί που οι γονέοι τους φημίζονταν για τις κοινωνικές τους σχέσεις, κουμπαριές και συντεκνιές. Η πείρα των προηγούμενων χρόνων μας είχε διδάξει πως οι συγγενείς κι οι φίλοι έδιναν περισσότερα φιλοδωρήματα.

 Από τα Νικολοβάρβαρα κιόλας, ή και πρωτύτερα μερικές φορές, οι ομάδες μας ήταν έτοιμες· συνδυό, συντρείς συναζόμασταν στα σπίτια κι άρχιζαν οι ετοιμασίες. Πρώτο μας μέλημα να μάθομε απέξω τα κάλαντα, δεύτερο να τα ψάλομε καλά για να μην ακούγονται παραφωνίες, τρίτο να σχεδιάσομε τη διαδρομή· άλλοι ξεκινούσαν από τη γειτονιά τους, άλλοι από τα καφενεία της Μεσοχωριάς κι άλλοι από τα σπίτια των πιο ανοιχτοχέρηδων - τους σφιχτούς και τους κακόβολους τους απόφευγαν όλοι.

Κυκλοφορούσαν τότε κάτι τυπωμένα φυλλάδια με τα κάλαντα του συρμού, «Kαλήν εσπέραν άρχοντες», μια κουτσουρεμένη εκδοχή αυτών που ακούγονταν κυρίως στις μεγάλες πόλεις, κι οι περισσότεροι βολεύονταν μ' αυτά· μια δραχμή πουλιόταν το φυλλάδιο, όσο κι ένας καφές στους καφενέδες ή ένα αυγό - η ανταλλακτική οικονομία κάλυπτε ακόμη πολλές από τις ανάγκες των νοικοκυριών.  

Μήτε να τ' ακούω δεν μπορούσα τα κάλαντα των φυλλαδίων. Αιτία ο γιγαντόσωμος παππούς, ο Νικόλας· ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών όταν μ' έβαλε στην ποδιά του, μέρες Χριστουγέννων θα ήταν, γιατί θυμάμαι τα λουκάνικα και τ' απάκια που κρέμονταν αρμαθιές - αρμαθιές στην παραστιά του, και μου τραγούδησε τα κάλαντα των παιδικών του χρόνων. Θεέ μου, τι μελωδία ήταν εκείνη. Και τι λόγια! Μια ολόκληρη ιστορία ζωντάνευε μπροστά στα μάτια μου, φανταζόμουν τον Ηρώδη με μια χαντζάρα στο χέρι, έβλεπα τους μάγους με τις καμήλες, νόμιζα πως έφτανε ώς τ' αυτιά μου ο θρήνος των μανάδων· «θρήνο κλαυθμό και οδυρμό είχεν η κάθε μάνα» τραγουδούσε ο παππούς κι εγώ κρεμόμουν από τα χείλη του, τον παρακολουθούσα σαν να μου έλεγε παραμύθι. Κι ύστερα, όταν τέλειωνε η αφήγηση των γεγονότων, άκουγα τα παινέματα των νοικοκυραίων, λέξεις πρωτόγνωρες για μένα· άρχοντας μέγας ο κάθε φτωχός φαμελιάρης, αφέντρα κι αρχόντισσα η κάθε φτωχοντυμένη βουκόλισσα, «κερά μαρμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα», απ' αυτήν άλλωστε ζητούσαν κεράσματα και δοσίματα οι κουστωδίες των καλαντιστάδων, «παράδες (γ)ή λουκάνικα, κι απάκια κι αυγουλάκια / κι από το λαδοπίθαρο πεντέξι αθοτυράκια...».

Όνειρό μου, λοιπόν, να τα μάθω να τα λέω κι εγώ. Κι όταν ένιωσα πως ήμουν μεγάλος, φοιτούσα θαρρώ στην Τετάρτη του Δημοτικού, αποφάσισα να κάμω τ' όνειρο πράξη. Μ' ένα τετράδιο παραμάσχαλα πήγα και βρήκα τον παππού καθισμένο στην παραστιά του, η υπαγόρευση κράτησε κάμποση ώρα, ο κόσμος της Βηθλεέμ ξαναζωντάνεψε στα μάτια μου. Έγραφα με βιάση, γέμιζαν οι σελίδες, ψιθύριζα πότε-πότε και τη μελωδία για να μην την ξεχάσω. Μοναδικό πρόβλημα οι συχνές παρεμβάσεις της γιαγιάς, «δεν τα θυμάσαι καλά, γέρο.  Ξέχασες να πεις το στιχάκι που λέει: «ολίγον ύπνο πάρετε κι ύστερα σηκωθείτε / να πάτε εις την εκκλησιά...». Βάλθηκα, λοιπόν, να μην παραλείψω κανένα στιχάκι, προσπάθησα να συμπληρώσω τα κάλαντα με τις αφηγήσεις άλλων γερόντων, του άλλου παππού, της άλλης γιαγιάς και της γριάς Μαλαματένιας που καθόταν στη μέση περίπου του χωριού και κάτεχε ξεστίχου όλα τα παλιά τραγούδια.

Περνούσαν οι μέρες, πέρασε κι η μεγάλη γιορτή του Άη Νικόλα, είχα γεμίσει μισό τετράδιο με κάλαντα, μα στο τέλος κράτησα μόνο την πρώτη εκδοχή, αυτήν του παππού του Νικόλα με τις συμπληρώσεις της γιαγιάς, πεντέξι πυκνογραμμένες σελίδες. Έτοιμος πια για τις πρώτες πρόβες γύρεψα παρέα για το καλάντισμα των Χριστουγέννων, αλλά παρέα δεν υπήρχε· οι μικρές συντροφιές είχαν σχηματιστεί πολύ πριν, τον καιρό που εγώ γύριζα τα σπίτια και μάζευα στιχάκι-στιχάκι τα κάλαντα του παλιού καιρού. Ένας έμενε μόνο ρέστος, ο Μίχαλος ο Κύκλωπας, έτσι τον ήξεραν όλοι στο χωριό, Κύκλωπα και Μιχάλακα, αλλ' αυτόν δεν τον προτιμούσε κανείς για συντροφιά στα καλαντίσματα. Είχαμε βρεθεί συμμαθητές από τη Δευτέρα τάξη, συνεχίσαμε στην Τρίτη και στην Τετάρτη, την τελευταία του Μιχάλακα στο σχολειό μας. Εκείνος ήταν τρεις χρονιές μεγαλύτερος, είχε φοιτήσει δυο φορές στην Πρώτη, δυο και στη Δευτέρα, μέχρι που τον βαρέθηκε κι ο δάσκαλος, του έβαλε μερικά γενναιόδωρα πεντάρια, κι όταν έφτασε στην Τετάρτη κάλεσε τον πατέρα του στο σχολείο: «πρόοδος αρίστη, έμαθε να γράφει τ' όνομά του, μη ζητάς περισσότερα». Κάπως έτσι ναυάγησε στα ρηχά η απελπισμένη προσπάθεια του πατρός να κάμει επιστήμονα τον υιό του.

Ο Μιχάλακας ήταν μεγαλόσωμος, ένα κεφάλι πιο ψηλός απ’ όλους τους συμμαθητές του, παχουλός, γεροδεμένος και γοργοπόδαρος, πρώτος έβγαινε πάντα στο τρέξιμο. Κάλαντα δεν έλεγε σχεδόν ποτέ, μαζεύονταν τα παιδιά, έφτιαχναν τις μικρές παρέες των αγερμών και τον άφηναν πάντοτε απέξω· οι καλαντιστάδες, που είχαν αναπτύξει από μικροί το επιχειρηματικό τους δαιμόνιο, είχαν φορτώσει δυο σοβαρά κουσούρια στον καημένο τον Μιχάλακα. Το πρώτο: Δεν ήταν από μεγάλο σόι, είχε λιγοστούς συγγενείς κι αυτούς από τον πατέρα του μόνο· η μάνα του ήταν ξενομπάτισσα,  χωρίς δικολόι στα μέρη μας, και η πείρα μάς είχε διδάξει ότι τα περισσότερα φιλοδωρήματα τα έδιναν οι «δικοί», οι ξένοι ξεγλιστρούσαν με πενταροδεκάρες. Το δεύτερο: Ήταν ο φόβος κι ο τρόμος των περιβολιών, μήτε φράκτες τον έστεναν μήτε δραγάτες τον έφταναν· αυτός έτρωγε τα πρώτα κεράσια και τα πρώτα βερίκοκα, αυτός τρυγούσε τα πρώτα πεπόνια απ' όλα τα ξένα μποστάνια - ποιος, λοιπόν, θα έδινε φιλοδώρημα σ' έναν τέτοιο χαΐνη;

Εγώ, πάντως, τον συμπαθούσα τον Μιχάλακα κι ας μην γειτονεύαμε μήτε στο χωριό μήτε στο σχολείο - εκεί, άλλωστε, δεν γειτόνευε με κανέναν, ο δάσκαλος τον έβαζε να κάθεται πάντα μοναχός, πάντα στο πρώτο θρανίο και πάντα ένα μέτρο πιο μπροστά από το δεύτερο. Τον συμπαθούσα γιατί έβλεπα ένα παράπονο στα μάτια του, φαινόταν θλιμμένος ακόμη κι όταν ξεσπούσε πάνω μας με βρισιές κι αδέσποτα λακτίσματα.

Θα κόντευαν τα μισά του Δεκέμβρη όταν τον ξεμονάχιασα σ’ ένα διάλειμμα.

- Χριστούγεννα σιμώνουν. Να τα πούμε μαζί τα κάλαντα, Μιχαλιό;

- Και το ρωτάς; Να τα πούμε.

Είδα κι έπαθα να τον πείσω πως έπρεπε να πρωτοτυπήσομε. Να πούμε τα παλιά κάλαντα. Δεν του άρεσαν, ήταν πιο δύσκολα, ήταν και κατά πολύ μεγαλύτερα από τ' άλλα· «μέχρι να τα πούμε μια φορά θα έχουν οι άλλοι κάμει τον γύρο του χωριού». Χρησιμοποίησα το έσχατο επιχείρημα που μου έμενε: «Καλά, δεν πειράζει, Μιχαλιό, άμα δεν θες εσύ θα τα πω μοναχός μου».

Ένας Θεός ξέρει πόσες πρόβες χρειάστηκαν μέχρι να μάθει κάμποσες στροφές, μέχρι τη μέση περίπου· από κει και κάτω τα έλεγα μοναχός μου κι ο Μιχάλακας ανοιγόκλεινε μόνο το στόμα ψελλίζοντας αδέσποτα φωνήεντα, «εγώ θα σου κρατώ το πάσο» είπε.

 

Απομεσήμερο της παραμονής ξεκινήσαμε. Εκείνος κρατούσε το σταμνί για το λάδι και το καλάθι για τ' αυγά, εγώ τον κουμπαρά, ένα σκούρο μπλάβο κουτί από κλωστές DMC με τρυπημένο καπάκι για να μπαίνουν τα κέρματα. Μα γρήγορα φάνηκε πως είχαμε πέσει έξω, οι άλλοι καλαντιστάδες είχαν ξεκινήσει πολύ πιο νωρίς, μερικοί είχαν κάμει κιόλας τον γύρο του μισού χωριού. Το σχέδιο προέβλεπε ν' αρχίσομε από τους καφενέδες, αλλά όταν είδαμε τις παρέες των ανταγωνιστών να συνωστίζονται στο Μακρύ Σοκάκι, τον δρόμο με τα καφενεία και τα μπακάλικα, αποφασίσαμε να τ' αλλάξομε. Πήγαμε πρώτα στη δυτική μεριά, στην παλιότερη γειτονιά του χωριού και χτυπήσαμε την πρώτη πόρτα· «Τα είπαν κι άλλοι» ακούστηκε μια φωνή από μέσα. Δεν  ξέρω πώς μου ήρθε η έμπνευση να φωνάξω πως εμείς λέμε άλλα κάλαντα, τα παλιά. «Τα αρχαία λέμε» βροντοφώναξε κι ο Μιχάλακας. Άνοιξε η πόρτα, «για ν' ακούσω, λοιπόν, τα αρχαία σας κάλαντα» απάντησε μια μεσόκοπη γυναίκα, η μάνα της Αγγελικούλας, της πιο μικροκαμωμένης συμμαθήτριάς μας. Μάλλον θα ήθελε να μας περιγελάσει για την αποκοτιά μας, αλλά σαν άκουσε τις πρώτες στροφές σοβαρεύτηκε.

- Ωραία τα λέτε. Μπράβο, παιδιά, χρόνια είχα να τ' ακούσω.

Ο θρίαμβος μόλις άρχιζε. Άθελά του ο Μιχάλακας είχε ανακαλύψει το ιδανικό διαλάλημα: «αρχαία κάλαντα». Όλες οι πόρτες άνοιγαν, οι νοικοκυραίοι μας κοίταζαν με περιέργεια, ίσως και με διάθεση για χλεύη, αλλά μόλις άκουγαν τις πρώτες στροφές ξεσπούσαν σ' επιφωνήματα. Μεθυσμένοι από την υποδοχή πήραμε σβάρνα τα σπίτια, ούτε που ξέραμε πλέον ποιες πόρτες χτυπούσαμε. Ύστερ' από λίγο βρεθήκαμε σε μια στενή αυλή, γεμάτη λάσπες. Διαλάλησα τα «παμπάλαια κάλαντα», διαλάλησε ο Μιχάλακας τα «αρχαία», η πόρτα δεν άνοιγε.

- Εέέέέέ... νοικοκυραίοι, βροντοφώναξε πάλι.

Ένας γεράκος με γυαλιστερή κεφαλή άνοιξε το πανωπόρτι και μας κοίταξε με σουφρωμένα τα χείλια. Το αίμα μας πάγωσε. Τότε μόνο καταλάβαμε πως βρισκόμασταν μπροστά στην πόρτα του μπάρμπα Γιάννη του Λόρδου. Πρόσεξα πάλι το παχύ κατάλευκο μουστάκι που σκέπαζε τα χείλη, τις βαθιές αυλακώσεις στο μέτωπο που θύμιζαν οργωμένο χωράφι, τα χοντρά κατάμαυρα φρύδια με τις απείθαρχες μακρές τρίχες που πετιόντουσαν άτσαλα εδώ κι εκεί και θυμήθηκα τη γειτόνισσά μου την κερά Κατερινιά· είχε δυο γιούς, από γεννησιμιού τους ρεμπεσκέδες, κι όταν ήθελε να τους μαζέψει στο σπίτι ξεστόμιζε πάντα την ίδια φοβέρα: «ελάτε μέσα γιατί αν σας βρει ο Λόρδος στο δρόμο...»· κανείς δεν ήξερε τι δεινά μπορούσε να επιφέρει η κάθε απρόβλεπτη συνάντηση με τούτον τον γεράκο, αλλά η παιδική φαντασία οργίαζε. 

«Πάμε να φύγομε» έγρουξε ο Μιχάλακας και με τράβηξε από το μανίκι, «πάμε σου λέω». «Όχι, Μιχαλιό, θα θυμώσει κι αλλοίμονό μας, καλύτερα να τα πούμε» απάντησα, μα και πάλι δίσταζα ν' αρχίσω.

Κόντευε να σουρουπώσει, τα μάτια του Λόρδου γυάλιζαν όπως γυαλίζουν τα μάτια της γάτας στο σκοτάδι, δυο τρεις περίεργοι είχαν κιόλας μαζευτεί στην αυλόπορτα και μας κοίταζαν.

«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου...» άρχισα να λέω σχεδόν ξεψυχισμένα.

Δεν πρόλαβα ν' αποσώσω το πρώτο στιχάκι κι είδα την πόρτα ν' ανοίγει. Ο Γιάννης ο Λόρδος έκαμε κάμποσα βήματα και στάθηκε ανάμεσά μας, σαν καλαντιστής κι εκείνος:

«Αρχόντοι, βγείτε, μάθετε πού ο Χριστός γεννάται...» συμπλήρωσε.

Η βροντώδης φωνή του γέρου αντιλάλησε στα σοκάκια, μαζεύτηκαν κι άλλοι γειτόνοι στην αυλόπορτα, ο Μίχαλος ο Κύκλωπας στεκόταν δίπλα σαν αποσβολωμένος.

Μοναχός ζούσε σε τούτο το παλιό ρημαγμένο σπίτι ο μπάρμπα Γιάννης ο Λόρδος, σε τούτους τους πληγωμένους τοίχους στέγαζε τη ρημαγμένη ζωή του. Λέγανε πως ήταν κακόσκωτος, κακόγλωσσος, κακοκέφαλος, όλα τα συναφή κοσμητικά επίθετα τα είχαν ξεφορτώσει στην πλάτη τούτου του γέροντα οι συγχωριανοί μας. Μόνη συντροφιά του ένα μεγάλο κρασοβάρελο, μόνη περιουσία του κάτι μικρά πετροχώραφα και το γονικό κρασάμπελο που το φρόντιζε σαν παιδί του. Μερικοί γερόντοι θυμούνταν πως ήταν στα νιάτα του λυράρης καλός, γλεντιστής και χαροκόπος, άλλοι πίστευαν πως ήταν θύμα ενός ανεκπλήρωτου έρωτα κι άλλοι της κακής κεφαλής του. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί τον έλεγαν Λόρδο. Ίσως επειδή το προτεταμένο στήθος του πήγαινε... μισό μέτρο πιο μπροστά από το υπόλοιπο κορμί του, ίσως επειδή είχε αχώριστη συντρόφισσα του τη λόρδα· σχέση, πάντως, με τους Λόρδους της Ιγγλετέρας είναι σίγουρο πως δεν είχε.

 

«Γεννάται κι ανατρέφεται με μέλι και με γάλα» είπα δειλά, κοιτάζοντας λοξά τον Μιχάλακα. Ο γέρο Λόρδος τον ταρακούνησε με τον αγκώνα, «πιο δυνατά, μωρέ Μιχαλιό...», είπε κι ύψωσε πιο πολύ τη φωνή του:

«...Το μέλι τρων' οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες».

Μας συνόδεψε μέχρι το τέλος, μαζεύτηκαν κι άλλες γειτόνισσες, άκουγαν κι αυτές, κι όταν είπαμε μαζί την τελευταία φράση, ο γέρος έβαλε το χέρι στην παραδοσακούλα, έκανε πως γύρευε λεφτά, και στο τέλος τη σφάλιξε χωρίς να μιλήσει· προχώρησε προς την πόρτα, μα το μετάνιωσε γρήγορα, γύρισε πάλι προς το μέρος μας. «Θα έρθω μαζί σας» είπε. «Θα ψάλλομε κι οι τρεις μαζί τα κάλαντα. Με θέλετε;» 

Πριν προλάβω ν' ανοίξω το στόμα μου είχε απλώσει τη χερούκλα του ο Μιχάλακας και τον είχε σταματήσει. «Όχι, μπάρμπα, δεν σε θέλομε».

Ο γέρος γέλασε δυνατά, έκαμ' ένα βήμα και στάθηκε ανάμεσά μας.

«Ξέρω, μωρέ Μιχάλακα, δεν με θες γιατί φοβάσαι πως τα λέω πιο καλά παρά σένα τα κάλαντα».

«Χαράς το αηδόνι. Να μην έρθεις γιατί θα θες κι εσύ το μερτικό σου. Κάλιο να μοιράσομε τα κέρδητα στα δυο παρά στα τρία».

«Στα δυο θα 'ναι πάλι το μοιράσι σας, εγώ δεν θέλω μερτικό».

 

Είχε νυχτώσει για τα καλά κι η παράξενη συντροφιά συνέχιζε να γυρίζει τα σπίτια και τους καφενέδες. Ο γέρο Λόρδος χτυπούσε πρώτος τις πόρτες κι όταν άνοιγαν έβαζε όλη τη δύναμή του. Έψαλε καλά, τερέριζε τη φωνή του, την απόσερνε, ξεσήκωνε τις γειτονιές.

Χωρίσαμε λίγο πριν τα μεσάνυχτα.

«Άντε και του χρόνου» μας είπε και κίνησε να φύγει.

Μετανοημένος ο Μιχάλακας τον άρπαξε από το μπράτσο.

«Θείε Γιαννάκο, εγώ λέω να μοιράσομε στα τρία τα κέρδη μας».

«Οι συμφωνίες δεν χαλούνε. Δικά σας είναι».

Μας αγκάλιασε, μας κανάκεψε.

«Εγώ το μερτικό μου το πήρα» είπε με τρεμάμενη φωνή.

«Ποιο μερτικό, θείε;» τόλμησα να ρωτήσω.

«Να... μου είπατε κι εμένα τα κάλαντα». Κι ύστερ' από λίγο συμπλήρωσε: «Χαρά μεγάλη να μπαίνουν καλαντιστάδες στο σπίτι».

Άναψ' ένα τσιγάρο (θυμάμαι και τη μάρκα, «Τέλειον» - το πιο φτηνό εκείνων των χρόνων), κι έφυγε χωρίς να πει τίποτ' άλλο.

Να ήταν, άραγε, η πρώτη φορά που χτυπούσαν καλαντιστάδες την πόρτα του; 

(Δημοσιεύτηκε στο τ. 84/2017 του περιοδικού ΥΠΕΡ-Χ).