ΕΝΑΣ ΑΛΛΙΩΤΙΚΟΣ ΑΗ ΒΑΣΙΛΗΣ

ΟΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΤΙΚΕΣ ΕΥΧΕΣ ΜΑΣ

Τον είχα γνωρίσει κι εγώ. Χειμώνας καιρός, με τον ουρανό να φοβερίζει και τους παλιούς χωμάτινους δρόμους γεμάτους. Βιάζονταν οι άνθρωποι, άλλος να σπείρει, άλλος να μαζέψει τις ελιές του. Ένας απ' αυτούς ήταν ο Άη Βασίλης. Ούτε ράσα και καλυμμαύχια ούτε κόκκινες κάπες.

Στα πρώτα παιδικά χρόνια με ξυπνούσε ο πατέρας κάθε πρωί Πρωτοχρονιάς με τα κάλαντα. Σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, άρχιζε να καλαναρχεί κι η φωνή του έμοιαζε με αρχαίο ψαλμούδισμα:

«Ταχιά - ταχιά 'ναι αρχιμενιά, ταχιά 'ναι αρχή του χρόνου...» έλεγε κι έφερνε μπροστά μου το θάμα.

Χρόνο με το χρόνο το έμαθα κι εγώ το τραγούδι. Και χτυπούσα πόρτες για ν' ανοίξουν και να μπει ο δικός μου Άη Βασίλης φορτωμένος με όλα τα μυριάκριβα δώρα του κόσμου, στάρια και κριθάρια και λάδια κι ελιές. Όλα τ' άλλα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Όλα εκτός από τα γράμματα, τον ανυποχώρητο πόθο των γονιών μας. Γιατί κι ο Άη Βασίλης πήγαινε κάποτε στο σχολειό. Κάποτε, όταν ήταν μικρός - έτσι δεν λένε τα κάλαντα; Τον προκαλούσαν οι μεγάλοι, τον ρωτούσαν, όπως μας ρωτούσαν κι εμάς:

«Και σαν κατέχεις γράμματα, πες μας την άλφα βήτα...»

 

Ξωμάχος ήταν ο δικός μας Άη Βασίλης. Με στιβάνια και τρίχινο γαμπά (ρασίδι το λέγανε στα μέρη μας), με μια λουράτη ποδιά γεμάτη καρπό και δεμένη στη χοντρή κρασόχρωμη ζώνη του. Ίδιος ο παππούς, έτσι τον ένιωθα, προφανώς θα είχε κι εκείνος μεγάλες μουστάκες και γένια. Καθόλου παράξενο, λοιπόν, που κάποιοι παλιοί τον είχαν κάμει τραγούδι κι έλεγαν πως ήταν ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησε ο νιογέννητος Χριστός όταν βγήκε να περπατήσει στον κόσμο. Τον είδε ν' αλετρίζει και τον χαιρέτησε:

«Ταχιά - ταχιά 'ναι αρχιμενιά, ταχιά 'ναι αρχή του χρόνου

ταχιά 'ναι που περπάτησε ο Κύριος στον κόσμο

και βγήκε και χαιρέτησε όλους τους ζευγολάτες

κι ο πρώτος που χαιρέτησε ήταν ο Άη Βασίλης:

- Ώρα καλή σου, Βασιλειό, καλό ζευγάρι -ν- έχεις...

-Καλό το λέει αφέντης μας, καλό κι ευλοημένο

απού το βλόησ' ο Θεός με τη δεξά του χέρα

με τη δεξά, με τη ζερβή, με τη μαλαματένια.

- Πες μου, να ζήσεις, Βασιλειό, τι σπέρνεις την ημέρα;

- Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε

ταγή και ρόβι δεκοχτώ κι από νωρίς στο στάβλο.

- Μα σένα, αφέντη, σου 'πρεπε το πιο καλό ζευγάρι

το μαύρο και το μελισσό και το στεφανοκέρι

να 'ναι τ' αλέτρι σου χρυσό και μάλαμα ο ζυγός σου

τ' απανοζεύλια του ζυγού να 'ναι μαργαριτάρι

να 'ναι και το βουκέντρι σου βασιλικού κλωνάρι...»

 

Ζευγολάτης ήταν ο δικός μας Άη Βασίλης. Σαν όλους τους άλλους, ένας απ' όλους εκείνους που κινούσαν κάθε πρωί για τα χωράφια τους φορτωμένοι με τα σπορικά και τα ζυγάλετρα. Κι έζεφνε τα καματερά, και κρατούσε βουκέντρι, κι έσπερνε στάρι και κριθάρι, κι έκανε τη γης να βλασταίνει. Ούτε ράσα και καλυμμαύχια ούτε κόκκινες κάπες σαν αυτές που φόρεσαν οι ζωγράφοι της κατανάλωσης στον ροδαλό γεράκο της παγκόσμιας φτιασιδωμένης κουλτούρας.

Σε τούτα τα μέρη και οι άγιοι δεν αντέχουν να μένουν μόνο ζωγραφιές και να την αράζουν ξένοιαστοι στα εικονοστάσια· κατεβαίνουν στη γης, μοχτούν μαζί με τον εργάτη και τον ρεσπέρη, σπέρνουν, αλωνίζουν, συνάζουν τον καρπό κι αφήνουν πάντα ρεγάλο για τα πουλιά και τα περδίκια. Έτσι γιατί τούτος ο κόσμος ανήκει και σε μας και σ' εκείνα, ανήκει και στους αγίους που παραστέκουν τους δουλευτάδες. Όλοι έχουν το μερτικό τους από τα γεννήματα της γης.

«Σπέρνω σιτάρι δώδεκα, κριθάρι δεκαπέντε...». Ίσως τόσο χρειαζόταν το νοικοκυριό του για τον επόμενο χρόνο. Έτσι επέβαλλε ο πολιτισμός της αυτάρκειας. Στάρι, κριθάρι, ρόβι, ταγή. Τούτος ήταν ο πλούτος. Το Άγιο Ψωμί που το μοιράζονταν οι άνθρωποι με τους αγίους, που το έκαναν προζυμένιο κι εφτάζυμο, πρόσφορα κι άρτους, που ζύμωναν βασιλόπιτες κι ανεβατά λουκούμια για τη μεγάλη μέρα, την πρώτη του χρόνου.

Όλα τα άλλα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Το ήξερε ακόμη κι ο Άη Βασίλης, που ακόμη και τούτη τη μεγάλη μέρα, την Αρχιχρονιά, κρατούσε την έχερη κι αλέτριζε της γης για να καρπίσει.

Από τον Νίκο και τη Μαρία Ψιλάκη (και τη φαμίλια τους) πολλές ευχές για τον καινούργιο χρόνο. Με τις αξίες του πολιτισμού μας ψηλά. Και γλυκοσαλισμένα τα χείλη.

 

ΥΓ 1. Κάθε που ακούω τα παλιά κάλαντα συνάζω τον πλούτο των λέξεων: στεφανοκέρι είναι το ζώο που τα κέρατά του σχηματίζουν στεφάνι, μελισσό το μελισσόχρωμο.

ΥΓ 2. Στη φωτογραφία: λεπτομέρεια από εικόνα του φίλου Τάκη Μόσχου.