Ο ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΤΟΥ 1650 ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ ΤΟΥ ΤΡΥΓΟΥ
Ήταν από τις μεγαλύτερες γιορτές στον κύκλο του χρόνου. Οι 130 τόσοι ναοί της πόλης έμεναν ανοιχτοί όλες τούτες τις μέρες, από το έμπα του Αυγούστου μέχρι τη γιορτή της Μεγάλης Κοιμωμένης, πηγαινοέρχονταν αφέντες και δούλοι, άναβαν κεριά και λαμπάδες, άστραφταν τ’ ασημένια καντήλια και τα μπρούντζινα μανουάλια. Κι όταν άρχισαν οι Τούρκοι να πολιορκούνε την πόλη - τον Χάνδακα - σ’ εκείνην, την Υπέρμαχο Στρατηγό, αποθέσανε τις ελπίδες τους.
Σχεδόν 25 χρόνους κράτησε η πολιορκία. Και στο τέλος το κάστρο έπεσε. Αφανίστηκαν οι 130 τόσες εκκλησιές, φυγαδεύτηκαν οι εικόνες, χάθηκαν τα χρυσά και τ’ ασήμια.
Τι μ’ έπιασε σήμερα και ανεστορήθηκα τα παλιά... Κάποιους άλλους Δεκανταύγουστους, κάποιες άλλες γιορτάδες. Δεν τις ζήσαμε, μα τις έζησαν οι μακρινοί μας παππούδες.
Είναι που ώρες-ώρες η μνήμη γίνεται βάσανο. Το είπε κι ο κυρ Λέος κάποτε στη νεαρή χωριατοπούλα φίλη του, τη Φραντζέσκα. Μετά τη μεγάλη γιορτή άρχιζε ο τρύγος. Άλλη μεγάλη γιορτή και τούτη...
Ξημερώνοντας ξεφύλλισα την «Πολυφίλητη». Έργο που έγραψα προσπαθώντας να τιθασέψω μνήμες και συναισθήματα. Σταμάτησα στα πρώτα χρόνια της πολιορκίας, λίγο πριν το 1650. Και στη μεγάλη γιορτή του Αυγούστου. Μαζί με τις ευχές μου μεταφέρω ένα μικρό απόσπασμα.
Σίμωνε ο Αύγουστος με τις γιορτάδες και τη Μεγάλη Κοιμωμένη του, την Παναγιά, ετοιμάζονταν οι παπάδες για τις απογευματινές παρακλήσεις τους, καλογυαλισμένος άστραφτε ο μπρούντζος στα μανουάλια. Σαν καλοκαιρινή Λαμπρή τη λόγιαζαν κάθε χρόνο την Κοίμηση της Θεοτόκου οι χωραΐτες, μα εκείνη τη χρονιά δεν είχαν καρδιά για γιορτάσια, σαν πένθιμο ξέσπασμα την ένιωθαν. Περνούσαν βιαστικά από τις εκκλησιές, σταυροκοπιούνταν, άναβαν κεριά και λαμπάδες. Αν τους έβλεπε κανείς σκυφτούς κι αμίλητους, θα έλεγε πως η πόλη είχε αποθέσει τις κρυφές ελπίδες της σε κάποιον αόρατο στρατηγό. Ένα θαύμα περίμεναν όλοι. Κι όσο αργούσε το θαύμα, τόσο και συνάζονταν στα τείχη, παρακολουθούσαν τον οχτρό, προσπαθούσαν να δουν από μακριά τα αντίσκηνα, τους ξένους στρατιώτες με τα τουρμπάνια που, όπως έλεγαν οι βιγλάτορες του κάστρου, πηγαινοέρχονταν στα γυροχώρια, τρυγούσαν τ’ αμπέλια, ρήμαζαν τις συκιές κι έκοβαν άγουρα τα ρόγδια. Καβαλάρηδες κάλπαζαν ολόγυρα στο κάστρο, σίμωναν στους προμαχώνες, χαχάνιζαν για να δείξουν πως δε φοβούνται τα βόλια [...]
Άλλες χρονιές γινόταν πανηγύρι με το έμπα του Αυγούστου. Οι άρχοντες φόρτωναν τις πραμάτειες τους στα μουλάρια και κινούσαν -καραβάνια πολύκοσμα- για τα χωριά και τα μετόχια τους. Πρώτοι πήγαιναν οι δούλοι, πεζοί κι οπλισμένοι, ακολουθούσε ο αφέντης, περήφανος πάνω στ’ άλογό του, ξωπίσω η αρχόντισσα, καβαλάρισσα κι εκείνη σε μουλάρι, στολισμένη με τα μετάξια και με τ’ ασήμια της, με τους υπηρέτες και τις παραδουλεύτρες να την τριγυρίζουν, να της τραγουδούν και να τη φροντίζουν. Αν έβρισκαν λουλούδια και βοτάνια, τα έκοβαν για να τα μυρίσει, αν έβρισκαν οπωρικά, της τα πρόσφεραν, αν συναντούσαν πηγή με φρέσκο νερό, της γέμιζαν την ασημένια κούπα για να χορτάσει το δρόσος.
[...] Μέχρι κι οι δούλοι χαίρονταν εκείνες τις μέρες κι ας δούλευαν πιο σκληρά από κάθε άλλη φορά, από νύχτα ως νύχτα. Ξεχνούσαν τις θροφές της φτωχολογιάς, τα μαγεροψήματα, τα κουκιά, τα ροβίθια, τις φακές, ξεχνούσαν τις βρούβες, τις λαχανίδες, τις γλιστρίδες και τους στύφνους, και χόρταιναν αρχοντίστικο φαΐ. Τι τυριά, τι μορταδέλες, τι μυζηθρόπιτες, τι καπόνους ψητούς, τι κρέατα κατσικίσια και αρνίσια ήθελες και δεν τα ’βρισκες! Απαράβατος άγραφος νόμος του κάθε μετοχιού στον Ριζόκαμπο ήταν η καλοπέραση των τρυγητάδων. Από παλιά πίστευαν πως το κρασί θέλει καθαριότητα. Καθαρά πόδια να πατούν τα σταφύλια, καθαρά πιθάρια για να ζυμώνεται ο μούστος, καθαρά βαρέλια. Μα πιότερο απ’ όλα, καθαρές καρδιές, χαρούμενες, χωρίς παραπόνεση. Αν βαρυγκωμούσε κανείς στα τρυγοπατήματα, αφέντης ή δούλος, θα έφερνε κακοτυχιά στα πατητήρια και θα ξίδιαζε το κρασί. Ή θα κακοπήγαινε, δε θα ξοδιαζότανε σε χαρές και ξεφάντωσες, αλλά σε θανές και μνημόσυνα.
Όσο θυμούνταν οι χωραΐτες τον τρύγο, τόσο πιο βαθιά βυθίζονταν στη θλίψη. Το είπε, μάλιστα, ο κυρ Λέος στη Φραντζέσκα τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου: «Ξέρεις ποιο είναι το μεγαλύτερο βάσανο του ανθρώπου; Να θυμάται τις χαρές που περάσανε και να ψυχανεμίζεται πως δεν του είναι μπορετό να τις ξαναζήσει».
ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
15 Αυγούστου 2022