Σ' ένα κρητικό στιβανάδικο

Καλαπόδια, βιδέλα, κατσαμπρόκοι, σκουπιά

 
Σ’ ένα κρητικό
στιβανάδικο
 

Ο μάστορας παίρνει το χαρτί, στρατσόχαρτο, κασαπόχαρτο ή άλλο - ακόμη και κοινό χαρτί γραφής, και ζωγραφίζει. «Ξεσηκώνει» με μολύβι το περίγραμμα, το «αξαμάρι του πόδα». Αυτό είναι το πρώτο βήμα για να κάνεις ένα πετυχημένο ζευγάρι στιβάνια.

 
Κείμενο – φωτογραφίες ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ www.karmanor.gr
 
Κρητικά στιβάνια Κασταμονίτσα στιβανάς υποδήματα στιβανάδικο

Στο στιβανάδικο του Πάτρου βρεθήκαμε γύρω στο 1998. Φημισμένα τα στιβάνια του, ο παλιός στιβανάς δεν είχε καμιά σχέση με τη σύγχρονη τεχνολογία. Ούτε μηχανές ραπτικής είχε, ούτε άλλες «ευκολίες» απ’ αυτές που ανακουφίζουν ακόμη και τους παραδοσιακούς τεχνίτες. Ο «Πάτρος» (Πάτροκλος το βαφτιστικό του) δεν χρησιμοποιούσε ούτε καν σιδερένια καρφιά. Μόνο ξύλινα. Όπως είχε μάθει από τους παλιότερους μαστόρους. Και οργιά, δίκλωνη και τρίκλωνη. Και βιδέλα. Και στρατσόχαρτα.

Παρακολουθώντας έναν παλιό στιβανά να δουλεύει νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε μιαν άλλην εποχή. Τα «νούμερα» δεν έχουν θέση στο λεξιλόγιο του. Ούτε 42, ούτε 44. Το κάθε πόδι είναι ιδιαίτερο, έχει το σχήμα και το μέγεθός του. Κάπως έτσι αρχίζει η διαδικασία κατασκευής ενός ζευγαριού στιβανιών. Ο πελάτης βγάζει τα παπούτσια ή τα παλιά στιβάνια του, πατά σε ένα καθαρό στρατσόχαρτο, και ο στιβανάς παίρνει το «χνάρι» του, δηλαδή το περίγραμμα της πατούσας. Το λέγανε και «αξαμάρι» οι στιβανάδες. Πάνω σ’ αυτό το μοναδικό «χνάρι» θα χτίσει το καινούργιο στιβάνι ο μάστορας. Αυτό κάνει και ο Ευτύχης (Τζιρτζιλάκης), από την Κίσαμο, με σφακιανές ρίζες που βρεθήκαμε μαζί στο στιβανάδικο της Κασταμονίτσας. Μαζί μας κι ο Γιώργος ο Πατρός, βέρος Σφακιανός. Τον αποτυπώνομε σε φιλμ (διαφάνεια). Κατά κακή σύμπτωση η ολοήμερη οδοιπορία σε τόπους της μνήμης εκεί στην ανατολική Πεδιάδα (ήταν αργά το απόγευμα πια), καθώς και η απληστία… του φακού είχαν συντελέσει στο να έχουν απομείνει μόνο δυο «στάσεις» στην τελευταία διαφάνεια (slide). Έτσι γινόταν την προ-ψηφιακή εποχή…

Ο στιβανάς παίρνει προσεκτικά τα μέτρα. Πάνω στο στρατσόχαρτο ζωγραφίζει με επιμέλεια τα «χνάρια» μας. Κατόπιν μετρά την περίμετρο της γάμπας. «Δεν είναι όλες οι γάμπες ίδιες», λέει. «Άλλοι έχουν χοντρό πόδι, άλλοι πιο λεπτό. Το στιβάνι πρέπει να εφαρμόζει ακριβώς στη γάμπα. Αν είναι φαρδύ, θα πλέει μέσα του το πόδι. Αν είναι στενό, δεν θα το χωρεί».

 Κρητικά στιβάνια Κασταμονίτσα στιβανάς υποδήματα στιβανάδικο
Κάποτε φορούσαν όλοι στιβάνια... Κάρτ ποστάλ (αρχές 20ου αιώνα).

Σήμερα, εποχή της βιομηχανοποίησης και της μαζικής παραγωγής, όλα τούτα μοιάζουν με φανταστικές αφηγήσεις κάποιας προβιομηχανικής (ίσως και… προϊστορικής εποχής). Τα υποδήματα κατασκευάζονται σε μεγάλες φάμπρικες, συνήθως σε χώρες με φτηνές πρώτες ύλες και (κυρίως) φτηνά εργατικά χέρια. Τα παπούτσια, όπως και όλα τα είδη αμφίεσης, είναι βιομηχανικά προϊόντα, μαζικοποιημένα, προσαρμοσμένα στις τάσεις της μόδας, σχεδόν απρόσωπα. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο τα παπούτσια είναι έτοιμα. Και όχι ένα ζευγάρι μόνο… Για να φτιάξει ένα ζευγάρι στιβάνια ο μάστορας πρέπει να αρχίσει από την αρχή, από το μέτρημα της πατούσας, από τους αστραγάλους, το «πάχος» του ποδιού. Πιο παλιά τα πράγματα άρχιζαν από το μηδέν: από την κατεργασία του δέρματος. Έπαιρναν τις προβιές, τις επεξεργάζονταν και κατασκεύαζαν την πρώτη ύλη. Τις αλάτιζαν, τις άπλωναν στον ήλιο για να στεγνώσουν και να ξεραθούν, τις έβρεχαν πάλι για να μαλακώσουν, τις άφηναν σε ασβέστη για να φύγουν οι τρίχες του ζώου, τις έστιβαν με βελανίδι… Άλλο μεγάλο κεφάλαιο της παραδοσιακής ζωής και τούτο. Εξελίχθηκε σε βιοτεχνία, μαζικοποιήθηκε και δημιουργηθήκαν τα περίφημα δερματάδικα, τα γνωστά μας βυρσοδεψεία, μια από τις πιο σημαντικές δραστηριότητες στην Κρήτη του 19ου και του 20ού αιώνα. Δυο μέρες δουλειά κατά μέσον όρο χρειάζεται ο τσαγκάρης για να φτιάξει ένα ζευγάρι στιβάνια. Μ’ αυτόν τον τρόπο συντηρούνταν η παραδοσιακή βιοτεχνική παρασκευή και η απασχόληση σε τέχνες και τεχνικές. Τα μεγάλα στιβανάδικα είχαν παραγιούς μαθητευόμενους (μαστοράκια) και ειδικευμένους τεχνίτες που εργάζονταν υπό την εποπτεία του μάστορα.

Αλλά ας μείνομε στους μαστόρους, παλιούς και νέους, άλλωστε στην Κρήτη παρατηρείται ένα ενδιαφέρον φαινόμενο. Η παραδοσιακή φορεσιά, οι βράκες και τα μεϊντανογέλεκα έχουν εξαφανιστεί και τα βλέπομε μόνο σε εκδηλώσεις φολκλόρ. Τα στιβάνια, όμως, κρατούν ακόμη. Κάμποσοι στιβανάδες εργάζονται ακόμη στο νησί, στις μεγάλες πόλεις, Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο, αλλά και σε κεφαλοχώρια, όπου καταφεύγουν οι τελευταίοι ρέκτες – εραστές της παραδοσιακής υποδηματοποιίας.

Κρητικά στιβάνια Κασταμονίτσα στιβανάς υποδήματα στιβανάδικο

Έτσι παίρνουν το χνάρι... Ο Ευτύχης.

Η αλήθεια είναι ότι στο πέρασμα του χρόνου ξεχάστηκαν όλα σχεδόν τα είδη υπόδησης που κατασκευάζονταν στο νησί, όπως τα περίφημα τσαρδίνια του παλιού καιρού. Έμεινε μόνο το στιβάνι όχι μόνο ως τρόπος προβολής μιας ιδιαίτερης ταυτότητας, αλλά και ως είδος χρηστικό. Πολλοί από τους κατοίκους των ορεινών οικισμών επιμένουν να χρησιμοποιούν τα στιβάνια ξέροντας ότι αντέχουν στις ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες, στο άγριο τοπίο των βουνών, αλλά και ότι τους βολεύουν στο περπάτημα.

Μια και μιλήσαμε για τα τσαρδίνια, ας πούμε δυο λόγια γι’ αυτά τα επίσημα υποδήματα. Τα έλεγαν και σαρδίνια και ήταν συνήθως λευκά ή κόκκινα στιβάνια με σχισμή κατά μήκος της κνήμης. Τα έδεναν με κορδόνια. Στα μέσα του 19ου αιώνα τα προτιμούσαν κυρίως οι αστοί, αν και δεν ήταν άγνωστα στα κεφαλοχώρια. Συμπλήρωναν όχι μόνο την παραδοσιακή κρητική φορεσιά αλλά και την ενδυμασία των «ψαλιδόκωλων» (αυτών που φορούσαν ευρωπαϊκά πανταλόνια). Σύμφωνα με τον Μ. Πιτυκάκη, ήταν «ανδρικά υποδήματα, υψηλά, όπως οι μπότες, με τη διαφορά πως τα καλάμια που εκάλυπταν την κνήμη εδένονταν με κορδόνι. Ήταν ραφτά, χωρίς κανένα καρφί και έφερναν διάφορα ποικίλματα από δερμάτινο λεπτό κόκκινο κορδόνι στους αστραγάλους. Άλλο χαρακτηριστικό τους ήταν ότι οι μύτες σηκώνονταν ψηλότερα, όπως περίπου τα τσαρούχια των τσολιάδων…»

 Οι περιηγητές που έφτασαν στην Κρήτη κατά τα χρόνια της τουρκικής κυριαρχίας εντυπωσιάζονταν από τα ιδιαίτερα υποδήματα των Κρητικών. Πολλές φορές προσπαθούσαν να εξηγήσουν γιατί χρησιμοποιείται σε όλο το νησί αυτή η βαριά υπόδηση, άλλοτε την απέδιδαν σε τοπικές συνήθειες και άλλοτε στο φυσικό περιβάλλον, στην ποώδη βλάστηση που θα ταλαιπωρούσε τις κνήμες των οδοιπόρων. Ίσως γι’ αυτό να υπήρχαν και οι διαφορετικοί τύποι υποδημάτων, άλλα στην ύπαιθρο, άλλα στις πόλεις. Ωστόσο, οι πιο ευκατάστατοι είχαν τη δυνατότητα να διατηρούν κάμποσα ζευγάρια διαφορετικών χρωματισμών. Συνήθως μαύρα για τις καθημερινές και κόκκινα ή λευκά για τις σκόλες.

Ο Άγγλος Πλοίαρχος T.A.B. Spratt, που ήρθε στην Κρήτη γύρω στο 1850, περιγράφει την αμφίεση των Κρητικών, μάλλον με θαυμασμό:

«Οι Κρητικοί και των δύο δογμάτων ντύνονται τόσο όμοια ώστε συχνά οι μόνιμοι κάτοικοι αλλά και οι Έλληνες των γειτονικών νησιών να μην τους ξεχωρίζουν. Ψηλές δερμάτινες μπότες [στιβάνια], καφέ ή κόκκινες, και συχνά καλοραμμένες και με κορδόνια είναι το χαρακτηριστικό εξάρτημα της ενδυμασίας του Κρητικού. Χρησιμεύουν και ως παπούτσια και ως εφαρμοστό πανταλόνι, ενώ οι κάλτσες είναι άχρηστο εξάρτημα για τον Κρητικό χωρικό. Η μορφή ενός καλοντυμένου Κρητικού είναι εντυπωσιακή, με τη γιορτινή ενδυμασία, με τις εφαρμοστές ψηλές του μπότες σε ζωηρό κόκκινο χρώμα και με το καλοκεντημένο γιλέκο του».

Και ο γιατρός και σπουδαίος αρχαιολόγος Ιωσήφ Χατζιδάκης, που εξέδωσε την «Περιήγησή» του στην Κρήτη το 1881, έγραψε:

«Προς τούτοις δε μόνον εν Ηρακλείω κατασκευάζουσι τα κομψότατα και πολυτελή κρητικά υποδήματα τα καλούμενα Τσαρδήνια. Το είδος τούτο των υποδημάτων είναι αρχαιότατον και ανέκαθεν ιδιάζον εν Κρήτη, αφού και ο Ιπποκράτης λέγει τους Κρήτας καλώς υποδεδημένους ο δε Γαληνός, σχολιάζων το χωρίον τούτο του Ιπποκράτους, βεβαιοί ότι τα υποδήματα των Κρητών ανέβαινον μέχρι του ημίσεως του σκέλους και ήσαν εις πολλά μέρη διάτρητα, ίνα διαπερώσιν ιμάντας προς ακριβή εφαρμογήν…

 

Στο στιβανάδικο του Πάτρου ξεναγηθήκαμε κάμποσες φορές, όπως και σε άλλα τέτοια μαγαζιά της Κρήτης. Όλα τους είναι μικρά, λίγα τετραγωνικά μέτρα. Στη μέση υπάρχει συνήθως ένα παλιό ξύλινο τραπέζι με θήκες για τα ζαγάρια και τα ξυλόκαρφα. Μπροστά ο χώρος εργασίας. Με τριτσέτα, σφυριά, κατσαμπρόκους, σουβλιά, φαλτσέτες, τανάλιες. Δίπλα τα σκουπιά και τα καλαπόδια, ξύλινα καλούπια που ευκολύνουν την εργασία του μάστορα, αυτά που «φορμάρουν» το δέρμα. Οι περισσότεροι επιμένουν: το καλό στιβάνι χρειάζεται «πρόβα»… Μερικές ημέρες μετά την παραγγελία περνά ο πελάτης, φορά τα στιβάνια, τα δοκιμάζει.

«Μεγάλη προσοχή χρειάζεται η φτέρνα. Αν δεν είναι σκληρή θα κάτσει, θα χαλάσει γρήγορα το στιβάνι, θα το στραβοπατήσει αυτός που το φορεί. Αυτό είναι το πιο ευαίσθητο σημείο του στιβανιού. Θέλει, όμως, προσοχή και το ράψιμο. Να κρατιέται ο πάτος, να μην ξεκαυκαλώνει, να είναι γερό το πετσί. Αλλά, δεν είναι ίδια όλα τα στιβάνια. Άλλος τα θέλει σκληρά, άλλος μαλακά. Δε φτάνει ένα πετσί, θέλει διπλό, το μέσα και το έξω. Το μέσα πρέπει να είναι μαλακό, καλά επεξεργασμένο, για να μην πληγώνει τα πόδια. Απ’ έξω μπορούμε να κάνομε σχέδια, διακόσμηση, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν τα προτιμούν… Πιο παλιά μας έφερναν τα καταλυμένα στιβάνια και αλλάζαμε τους πάτους ή τα καλάμια. Σήμερα όχι», λέει ο στιβανάς.

Παρακολουθώντας έναν παλιό τεχνίτη να δουλεύει καταλαβαίνεις τι σημαίνει εμπειρία. Και πώς μεταδίδεται η γνώση από γενιά σε γενιά, από μάστορα σε μάστορα. Είναι εξειδικευμένες τεχνικές που κουβαλούν βαρύ το φορτίο του χρόνου. Το ίδιο ενδιαφέρουσα είναι και η ορολογία: Πετσί, καπροπέτσι, χοιρόπετσο, βιδέλο, βακέτα, μουζάκι, αιγόπετσο, προβιά, προβίδι, φόρθια, φτερνίτες, σουβλιά και σουβλόριζες, σουβλόξυλα και σουβλομάνικα, τανάλιες, κατσαμπρόκοι, καμάρα του πόδα, μήλα, γαμπάτσα… Το ίδιο σημαντικές για την εξέλιξη και των τεχνικών και της γλώσσας είναι και οι τοπικές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή. Και οι συνήθειες των ανθρώπων, αυτές που διαμορφώνουν τις τοπικές μόδες. Το είπε με τον καλύτερο τρόπο ο Πάτρος:

«Σήμερα έρχονται δικηγόροι και γιατροί και παραγγέλνουν στιβάνια, τα φορούν μια – δυο φορές μόνο κι ύστερα τα ξεχνούνε ή τα αφήνουν στα σπίτια τους σαν ενθύμια. Οι μορφωμένοι προτιμούν τα μαλακά καλάμια, αυτά που λυγίζουν πιο εύκολα. Όταν είχα ξεκινήσει οι πιο παλιοί παράγγελναν σκληρά. Αυτά ήταν πιο γερά, αθάνατα…»

 ΣΗΜ. Ο Πάτρος (Παπαδοκωστάκης το επώνυμό του) δεν είναι πια στη ζωή. Τον αναζητήσαμε λίγα χρόνια μετά γιατί κάποιοι φίλοι ήθελαν να γίνουν πελάτες του. Τα στιβάνια που έφτιαξε στην παρέα των τριών οδοιπόρων διατηρούνται ακόμη γερά, λες και τα μαστόρεψε χθες. Και, φυσικά, είχε δίκιο ο μάστορας. Φορέθηκαν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις…
ΝΨ