Πόσες ανθρώπινες ιστορίες χωρούν σ’ ένα μυθιστόρημα;
Για την «Κραυγή των απόντων» του Νίκου Ψιλάκη
– γράφει ο Αντώνης Καρτσάκης
Πόσες ανθρώπινες ιστορίες χωρούν σ’ ένα μυθιστόρημα;
Νίκος Ψιλάκης, Η κραυγή των απόντων, Καρμάνωρ, Ηράκλειο Κρήτης 2021.
Σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου η ιστορία εστίαζε στις σημαντικές προσωπικότητες και στα μεγάλα γεγονότα, η σημερινή ιστορία σκύβει με σεβασμό στις πολλές μικρές ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων και συγκροτεί από αυτές την αφήγησή της. Η «μικροϊστορία» αποτελεί πλέον τη βάση της ιστορίας και, ειδικότερα, η «μνημοϊστορία» που ασχολείται με το παρελθόν «όχι ως έχει, αλλά με το παρελθόν έτσι όπως ανακαλείται στη μνήμη». Ο αιγυπτιολόγος Γιαν Άσμαν στον οποίο ανήκει η άποψη αυτή και ο οποίος εισήγαγε τον όρο «μνημοϊστορία» [1] πρεσβεύει ότι το παρελθόν δεν «προσλαμβάνεται» απλώς από το παρόν, αλλά ότι το παρόν «στοιχειώνεται» από το παρελθόν και το παρελθόν διαμορφώνεται, επινοείται, επανεφευρίσκεται και ανακατασκευάζεται από το παρόν.
Την άποψη αυτή αποδεικνύει περίτρανα ο Νίκος Ψιλάκης γράφοντας όχι ιστορία αλλά λογοτεχνία, μεταπλάθοντας, δηλαδή τα ιστορικά γεγονότα και οργανώνοντας, με βάση αυτά, την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα μυθοπλασία του που κρυσταλλώθηκε σε μια αισθητικά άρτια έκδοση από τις εκδόσεις Καρμάνωρ (2021), με τον εύγλωττο τίτλο Η κραυγή των απόντων. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας πολλών λογοτεχνικών, ιστορικών και λαογραφικών βιβλίων, έχει τιμηθεί με εξαιρετικές διακρίσεις και σημαντικά βραβεία, ανάμεσα στα οποία το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για το έργο του Μοναστήρια και ερημητήρια της Κρήτης και το βραβείο «Νίκος Καζαντζάκης» για τη συνολική προσφορά του στα γράμματα, και ήταν ο πλέον κατάλληλος να συνδυάσει τον μύθο με την ιστορία και να γράψει μυθιστόρημα που να αναδεικνύει επιβιώσεις του παρελθόντος στο παρόν.
Το μυθιστόρημα του Ψιλάκη ακουμπά στην ιστορία και, συγκεκριμένα σε μια τραγική περίοδο, εκείνη του Εθνικού Διχασμού. Βρισκόμαστε στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο τότε φιλογερμανός βασιλιάς Κωνσταντίνος επιδιώκοντας την ουδετερότητα (που ευνοούσε τη Γερμανία και την Τουρκία), σε αντίθεση με τον Πρωθυπουργό Βενιζέλο (που επιθυμούσε τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πλευρό των Συμμάχων), μετέφερε το 4ο Σώμα Στρατού στη Γερμανία προκειμένου να αποτρέψει τη συμμετοχή του στον πόλεμο. Εφτά χιλιάδες μάχιμοι Έλληνες, τυπικά φιλοξενούμενοι του Κάιζερ, στην ουσία αιχμάλωτοι ή όμηροι των πολιτικών σκοπιμοτήτων, φορτώνονται σε τρένα και μεταφέρονται στη Γερμανία. Όλα αυτά τη στιγμή που τα βουλγαρικά στρατεύματα καταλαμβάνουν αμαχητί τη Μακεδονία.
Αυτός είναι ο πυρήνας, όμως η λογοτεχνία έχει τη δική της γλώσσα που είναι μάλιστα «φιλοσοφώτερη» από εκείνη της ιστορίας [2]. Στη λογοτεχνική μετάπλαση, λοιπόν, ο Ψιλάκης βλέπει την ιστορία μέσα από την περιπέτεια ενός Έλληνα φαντάρου, του Φίλιππου Δαμιλά, που εγκλωβίζεται στο Γκαίρλιτς της γερμανικής Σιλεσίας [3], και του Γκύντερ Ζόμμερ, φωτογράφου του Γκαίρλιτς, που μυεί τον νεαρό στρατιώτη στα μυστικά της φωτογραφικής τέχνης.
Στην ιστορική μυθοπλασία εμπλέκονται πολλά άλλα πρόσωπα και πολλά θέματα με κυρίαρχο εκείνο του πολέμου στην πιο απαίσια εκδοχή του: «Η πατρίδα στα δυο. Βασιλιάς και Βενιζέλος στα μαχαίρια» (σ. 88). Και ο απλός άνθρωπος θεατής στη φάρσα αυτή των σκοπιμοτήτων. «Ουδέτερος». «Αντίο πατρίδα» (σ. 91). O Έλληνας στρατιώτης βλέπει την τραγωδία να εκτυλίσσεται, κοιτάζει από μακριά τις συμφορές των άλλων, θεατής στις Τρωάδες των προγονικών δεινών (σ. 87). Το δράμα του φαντάρου Φίλιππου Δαμιλά, που επιστέφει από την Αμερική και κατατάσσεται ως εθελοντής να υπηρετήσει την πατρίδα, προβάλλει σε κάθε σελίδα: «Είμαι στρατιώτης, Μάρλις, και η πατρίδα μου βρίσκεται σε πόλεμο με τη χώρα που με φιλοξενεί. Ελλάδα και Γερμανία είναι αντίπαλες πια. Σ’ ένα τέτοιο χάος βρίσκομαι τώρα» (σ. 202). Ο ήρωας που επιθυμεί να θυσιαστεί για την πατρίδα έχει εντολή από τον βασιλιά να παραδοθεί χωρίς μάχη στον ξένο στρατό! Ο άνθρωπος, λοιπόν, άθυρμα στις διαθέσεις των ισχυρών. Τη ζωή και την τύχη του ορίζει ο πόλεμος: «Όχι παιδί, να μην κάμει παιδί, κορίτσι να κάμει, να μην το πάρουνε στο στρατό» (σ. 173). Αργότερα ο αφανής ήρωας γράφει από το πεδίο της μάχης: «Ζω με τους νεκρούς. Βλέπω δίπλα μου ένα πόδι και δεν ξέρω αν ανήκει σε ζωντανό ή σε πεθαμένο. Προσπαθούν να παραχώσουν τους σκοτωμένους, αλλά πάντα κάτι περισσεύει. Ένα πόδι, ένα χέρι, ένα πουκάμισο» (σ. 193). Η καλά υπολογισμένη λοξή ματιά του συγγραφέα, υιοθετώντας την καρυωτακική ειρωνεία και σάτιρα, καταλήγει σε ένα εξαίσιο και αβίαστο αντιπολεμικό μήνυμα.
Ο πόλεμος πέρα από κάθε ρομαντισμό. Ο ήρωάς μας, παρά τη βούλησή του, δεν πολεμά. εξομολογείται:
Μα τα όσα είδα στην πόλη δεν χωρούν σε ανθρώπου μυαλό. Γης Μαδιάμ. Άνθρωποι να φορτώνονται ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν, κι όπου φύγει-φύγει, γυναίκες να κλαίνε, στρατιώτες να βαδίζουνε σαν χαμένοι, αποθήκες ανοικτές, παιδιά να κλέβουν εφόδια, τσιγγάνοι να τρέχουν φορτωμένοι με πολυβόλα, Βούλγαροι ν’ αρπάζουν τον οπλισμό μας. Απελπίζομαι σαν σκέφτομαι ότι τα όπλα που θα μας πολεμήσουν θα είναι δικά μας (σ. 84).
Ο αγνός αυτός πατριώτης σκέφτεται να πάρει ένα χαρτί και να γράψει «ό,τι δεν θέλησαν να γράψουν οι γαλονάδες: τόσους έφαγε η πνευμονία, τόσους η μηνιγγίτιδα, τόσους η γρίπη, τόσους η κακοπέραση, το κρύο και η νηστικομάρα» (σ. 235). Η ειρωνεία του συγγραφέα καταλυτική.
Μέσα στη φρίκη αυτή ο άνθρωπος αποδεικνύεται αδύναμος. «Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους. / ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο», θα πει ο ποιητής [4]. «Δεν χάσαμε μόνο τον πόλεμο, χάσαμε τους εαυτούς μας», εξομολογείται η όμορφη Μάρλις, η αγαπημένη του ήρωα (σ. 256), ενώ ο ίδιος ο ήρωας: «Στάσου, πάτερ, ν’ ακούσεις κι εμένα. Και μη μου μιλήσεις γι’ αγάπη, γιατί στη δική μου καρδιά βρήκε απόσκιο το μίσος. Μισώ, πάτερ. Μισώ αυτό που λέτε πατρίδα. Βασιλιάδες, Βενιζέλους, στρατηγούς, εξαίρεση δεν κάνω. Μισώ και τον εαυτό μου ακόμη» (σ. 271). Ο τραγικός αυτός ήρωας –πίσω από τα λόγια του ο γόνιμος σκεπτικισμός του συγγραφέα– καταλήγει: «Ντρέπομαι να σου πω, πάτερ, αλλά θα τολμήσω κι ας με γράψεις στα κατάστιχα του διαόλου: Για μένα πατρίδα είναι αυτό που στο όνομά του γίνονται τα μεγαλύτερα εγκλήματα» (σ. 272).
Μέσα, ωστόσο, στο έγκλημα του πολέμου και των πολιτικών σκοπιμοτήτων η ζωή αντιστέκεται. Στη θύελλα αυτή της ιστορίας ανθίζει ο έρωτας, επιβιώνει η τέχνη, καρπίζει η ανθρωπιά. «Στα χρόνια του Μπούχενβαλδ και του Άουσβιτς, ο Matisse ζωγράφησε τα πιο χυμώδη και τα πιο ωμά, τα πιο γοητευτικά λουλούδια ή φρούτα που έγιναν ποτέ, λες και το θαύμα της ζωής, αυτό καθαυτό, βρήκε τον τρόπο να συσπειρωθεί μέσα τους για πάντα», μας πληροφορεί ο Ελύτης [5]. Και ο Νίκος Ψιλάκης, μιλώντας για φρίκη, δεν πλειοδοτεί σε φρίκη, την αντισταθμίζει, αντίθετα, με την τέχνη της μουσικής («είσαι κι εσύ κομμάτι της αρμονίας του κόσμου», σ. 61), της φωτογραφίας που την κατέχει σε βάθος («η αλήθεια του φωτογράφου συναντά την αλήθεια της ζωής», σ. 211). Οι φωτογραφίες «αφηγούνται όσα δεν μπορούν να ειπωθούν με λόγια (σ. 211) και είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας τις αντιμετωπίζει ως τεκμήρια αυθεντικότητας, ως πιστοποιητικά παρουσίας-απουσίας αγαπημένων προσώπων. Είναι εξαιρετικά ιδιοφυής η διεισδυτικότητα με την οποία αντικρύζει το μέλλον στο παρελθόν αλλά και η δυνατότητα που παρέχει στον ήρωα να ανακαλεί το παρελθόν και την αλήθεια του προσώπου που είχε αγαπήσει [6], κρατώντας για πάντα, αποτυπωμένο στο χαρτί, το φέγγος των ερωτευμένων ματιών.
Ο έρωτας, μέσα στον πόλεμο, είναι, πράγματι, το κέντρο της αφήγησης. Είναι αυτός που συντηρεί μέσα στη φρίκη «το κελάδημα των πουλιών, το κελάρυσμα των νερών, το άρωμα των λουλουδιών» (σ. 62). Γιατί στην εξοχή της τέχνης, ακόμη και μέσα στη φρίκη του πολέμου, «τα τζιτζίκια σφηνωμένα στα μαλλιά της γης ψάλλουν ερωτικά, ψάλλουνε τ’ αγριοπούλια χωμένα στις γλαυκές κόχες των έρημων όρμων» [7]. Ο έρωτας στη συγκεκριμένη αφήγηση διαποτίζει με όλο το πάθος του τη ζωή, ενώ οι δείχτες της καρδιάς δείχνουν, μέσα στο σκοτάδι, το πιο λαμπρό μεσημέρι. Και δεν έχει σημασία ότι ο έρωτας του Φίλιππου και της Μάρλις δεν ευοδώνεται. Το βάθος του συναισθήματος και το πάθος της νεότητας σφραγίζουν για μια ακόμη φορά τη ζωή.
Αν αυτά είναι εν συντομία τα θέματα της αφήγησης, ζητούμενο είναι το «πώς», ο τρόπος με τον οποίο τα θέματα αυτά μεταπλάθονται σε τέχνη. Ο συγγραφέας υιοθετεί την ημερολογιακή καταγραφή των συμβάντων, φωτίζει την ιστορία του από πολλές πλευρές, από τις διαφορετικές οπτικές των προσώπων, παραχωρώντας τον λόγο στους πρωταγωνιστές αλλά και σε δευτερεύοντα πρόσωπα, με αποτέλεσμα μια φυσική αφήγηση. Χρησιμοποιώντας τίτλους οι οποίοι χτίζονται πάνω στο άνυσμα του χώρου και του χρόνου, βοηθά τον αναγνώστη να ακολουθήσει το πολυεπίπεδο ταξίδι με τις συχνές αναχρονίες και τις εναλλαγές προσώπων και τόπων. Στρεφόμενος στην επικράτεια της μεταφοράς και συμβόλου, που είναι η ουσία της λογοτεχνίας, χτίζει μια στέρεη λογοτεχνική γλώσσα, με γλαφυρές περιγραφές, που ανακόπτουν την αφήγηση και αποβαίνουν για τον αναγνώστη καλές αφορμές αναστοχασμού: «Φουριόζος μπήκε ο Μάης του ’17. Όχι πως θύμιζε το πλέριο φως της πατρίδας, αλλά όπου κι αν σταθείς σε τούτο τον κόσμο η άνοιξη θα ’ρθει να σε βρει. Πότε μ’ ένα κελάδημα, πότε μ’ ένα σκίρτημα, πότε μ’ έναν πεντακάθαρο ουρανό κι ένα φεγγάρι που λικνίζεται στα νερά κάποιας θάλασσας ή κάποιου ποταμού» (σ. 141). Η ευγένεια της γραφής τροφοδοτεί σελίδες απαράμιλλης ανθρωπιάς και μεγαθυμίας: «Πόσο υπέροχο, κυρία μου, να συναντώ ανθρώπους που χαμογελούνε τα μάτια τους!» (σ. 162). Από το βάθος του πόνου αναδύεται μια βαθιά καλοσύνη που αναβλύζει στην επιφάνεια ως φιλανθρωπία, αγνότητα, καθαρότητα ψυχής. Είναι η αλήθεια την οποία ο συγγραφέας ευαγγελίζεται μέσω της γραφής.
Αλλά ο πεπαιδευμένος συγγραφέας, μακριά από κάθε εγωτική στάση και προκειμένου να εκθέσει την αλήθεια του, προστρέχει σε πολλές άλλες αλήθειες, η αφήγησή του αρδεύεται από πολλές πηγές τις οποίες ευθαρσώς αποκαλύπτει. Μια πλούσια διακειμενικότητα, που δεν γίνεται φορτική ούτε αλαζονική, χαρακτηρίζει τη γραφή. Ο Βερλαίν, ο Γκαίτε, ο Χαίλντερλιν, ο Νοβάλις, ο Βασίλης Ρώτας, ο Πλούταρχος, ο Όμηρος, ο Κορνάρος αλλά και στρατιωτικά ημερολόγια Κρητών βρίσκουν φιλόξενη στέγη στο μυθιστόρημα, ενισχύοντας την άποψη ότι πρόκειται για «τεκμηριωτική» λογοτεχνία που προϋποθέτει έρευνα και ακουμπά στα πράγματα.
Στην Κραυγή των απόντων –που δεν έχει σημασία αν την ονομάσουμε «μυθιστορία», «ιστορικό μυθιστόρημα» ή, απλώς, «μυθιστόρημα»– ο Νίκος Ψιλάκης συνταιριάζει μαστορικά τον μύθο με την ιστορία, μετατρέπει την απουσία σε παρουσία, το παρελθόν σε ζωντανό παρόν ώστε να ανα-κτήσει τη λαμπρότητα της ύπαρξης ο νεκρός χρόνος. Ο στόχος του δεν είναι η μελέτη της ιστορίας (αν και διαθέτει εδραία ιστορική γνώση), αλλά η ανασκαφή της ανθρώπινης ψυχής και περιπέτειας. Και είναι εκπληκτικός ο τρόπος με τον οποίο τα πολλά θέματα συναρθρώνονται σε ενιαία αφήγηση, τα ιστορικά πρόσωπα μετασχηματίζονται σε μυθοπλαστικά, το πώς κατοπτεύει ο συγγραφέας το παρελθόν ως μύθο και ως ιστορία, πώς διαθλά το ατομικό στο συλλογικό, τη μικροϊστορία στη μεγάλη ιστορία ή, με τα δικά του λόγια, πώς «η ιστορία της καθημερινότητας συναντά την ιστορία του κόσμου» (σ. 218).
Ο στόχος του συγγραφέα, αν τον προσλαμβάνω σωστά, είναι ηθικός: επιθυμεί να δώσει φωνή στους απόντες, να αναδείξει τις σύγχρονες συνηχήσεις της εξιστόρησης μιας τραγικής ιστορικής περιόδου. Έχω την άποψη ότι ο Ψιλάκης χρησιμοποιεί το παρελθόν για να εκφράσει σύγχρονους προβληματισμούς. Η κίνησή του στον χρόνο οριοθετείται, όπως επιτάσσει η τέχνη, από το παρελθοντικό στο σύγχρονο και από το σύγχρονο στο διαχρονικό. Για τον λόγο αυτό βυθίζεται στην πραγματικότητα και την ανακρίνει, αντλώντας από τα βαθύτερα κοιτάσματά της, χρησιμοποιώντας τα πραγματικά τεκμήρια ως αφορμή για την αναστοχαστική σκέψη του πάνω στην ιστορική αφήγηση, μια εικονοκλαστική, λοξή διαδικασία, καλά υπολογισμένη στην απόκλισή της. Αυτά αντλώ από το «Επίμετρο» στο οποίο ο ίδιος μας αποκαλύπτει:
Είπα, λοιπόν, ν’ αφουγκραστώ ξανά τις ιστορίες των ανθρώπων. Τούτο το βιβλίο αρχίζει φαινομενικά στις αρχές του 20ού αιώνα. Με τις μαζικές μεταναστεύσεις, τα εθνικά οράματα, τους πολέμους, ακόμη και τις εθνοκαθάρσεις. Αλλά ίσως ν’ αρχίζει και από πιο παλιά, πολύ πιο παλιά. Και να τελειώνει μετά, πολύ μετά το τέλος της αφήγησης (σ. 460).
Με το μυθιστόρημα αυτό ο Νίκος Ψιλάκης δίδει φωνή στους απόντες, ακούει την κραυγή τους, παρέχει μια δεύτερη ζωή στους αφανείς, εκείνους που «το έρεβος εσκέπασε βαρύ» και που κανένας πια δεν ιστορεί», παραχωρώντας τους έναν περίοπτο χώρο στα δώματα της λογοτεχνίας και παρακινώντας μας να στοχαστούμε πάνω στις πολυώνυμες θυσίες τους. Πρόκειται για «σκεπτόμενη λογοτεχνία» που μας βοηθά να δούμε τη ζωή μας και τη ζωή του άλλου μέσα από τις ζωές των άλλων. Είναι «η λήθη του είναι», θα μας πει ο Μάρτιν Χάιντεγκερ. Η τέχνη «που φωταγωγεί το αυτοκρυβόμενο είναι» [8]. Άραγε, πόσες ανθρώπινες ιστορίες μικρές ή μεγάλες, χωρούν σ’ ένα μυθιστόρημα;
Σημειώσεις
1. Βλ. Δημήτρης Τζιόβας, Η Ελλάδα από τη Χούντα στην Κρίση, Gutenberg, 2022, σ. 137.
2. Ο Αριστοτέλης διέκρινε τον ιστορικό από τον ποιητή (τον λογοτέχνη, γενικότερα) λέγοντας ότι ο ιστορικός αναφέρεται στα «γενόμενα», ενώ ο ποιητής σ’ αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν (οία αν γένοιτο). Η θεμελιώδης διάκριση καταλήγει στη διάσημη ρήση: «Διό και φιλοσοφώτερον και σπουδαιότερον ποίησις ιστορίας εστίν· η μεν γαρ ποίησις μάλλον τα καθόλου, η δ᾽ ιστορία τα καθ᾽ έκαστον λέγει» (Ποιητική 1451b).
3. Το στρατόπεδο του Γκαίρλιτς έχει τροφοδοτήσει και το μυθιστόρημα του Θανάση Πέτρου (Οι όμηροι του Γκαίρλιτς, Ίκαρος, 2020).
4. Γιώργος Σεφέρης, «Τελευταίος σταθμός», Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 141982, σ. 213.
5. Οδυσσέας Ελύτης, «Το χρονικό μιας δεκαετίας», Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, Αθήνα 21982, σ. 294.
6. Βλ. και Ρολάν Μπαρτ, Ο σκοτεινός θάλαμος. Δοκίμιο για τη φωτογραφία, μτφρ. Γιάννης Κρητικός, Κέδρος, Αθήνα 1983, σ. 94 κ.ε.
7. Οδυσσέας Ελύτης, «Τέχνη – Τύχη – Τόλμη», Ανοιχτά Χαρτιά, ό.π., σ. 119.
8. Μάρτιν Χάιντεγκερ, Η προέλευση του έργου τέχνης, μτφρ. Γιάννης Τζαβάρας, Δωδώνη, Αθήνα 1986.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.
Ζωγραφική: ©Dean Cornwell. Δείτε τα περιεχόμενα του δωδέκατου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]