Κι εκείνο το ταξίδι που λέγαμε, Χριστόφορε;
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ
Κι εκείνο το ταξίδι που λέγαμε, Χριστόφορε;
«Η δική σου κίνηση θα 'μενε μετέωρη
Σε μεταμορφώσεις καταφεύγοντας
Επέμενες να υπάρχεις...»
Κι εκείνο το ταξίδι που λέγαμε, Χριστόφορε;
Το ξέχασες κιόλας; Ήθελες, λέει, να δεις τ' αγιοτόπια. Τους βράχους, τα δέντρα, τη γη που την ψήνει ο ήλιος. Και ν' ακούσεις το μουρμουρητό της νότιας θάλασσας.
Χρόνια και χρόνια το σχεδιάζαμε. Πάνω από δέκα...
«Ο τόπος σε περιμένει» σου είπα ξανά σ' ένα μεσημεριανό τηλεφώνημα.
«Στείλε τώρα μια φωτογραφία» μου είπες. «Να θυμίζει Κρήτη. Αστερούσια».
Ήταν πρόπερσι, νομίζω, Νοέμβρης μήνας. Μόλις είχες φύγει από του Γαβριηλίδη κι ετοιμαζόσουν να ρίξεις μια τελευταία ματιά στα δοκίμια, να σχεδιάσεις και το εξώφυλλο του Μεγάλου Δρόμου.
Έστειλα τρεις ή τέσσερις. Κι εσύ διάλεξες εκείνη με το καταμόναχο δέντρο στη μέση μιας οργωμένης πεζούλας, στην πλαγιά του βουνού.
Ήξερα γιατί τη διάλεξες. Όχι, δεν το μάντεψα, εσύ το είχες πει λίγα χρόνια πριν.
Το είχες φωνάξει μ' όλη τη δύναμη του στίχου, με όλη τη δύναμη της ψυχής σου, μα δεν το κατάλαβαν όλοι.
Εικόνες που επιμένουν είχες τιτλοφορήσει την «αναθεωρημένη οριστική έκδοσή» σου.
Εικόνες που επιμένουν!
***
Κι εκείνο το ταξίδι που λέγαμε, Χριστόφορε;
«Του χρόνου το καλοκαίρι» μου είχες πει πριν από κάμποσους μήνες. Το καλοκαίρι του '19, δηλαδή.
Ξαναδιάβασα τον «Μεγάλο δρόμο», φυλλομέτρησα πάλι τον «Μινώταυρο» που όλο μετακομίζει κι όλο μένει στον τόπο του. Σ' έβλεπα σε κάθε σελίδα μ' εκείνο το νηφάλιο χαμόγελο και το ανήσυχο βλέμμα. Κι άκουσα ξανά και ξανά τη φωνή σου, σαν στοιχειωμένη μου φάνηκε:
«Η ποίηση αποκαλύπτει τις αθέατες όψεις και τις άδηλες αναλογίες του κόσμου».
Κι ακόμη:
«Ένα αίνιγμα του δεν λύθηκε εξακολουθεί να ιριδίζει μέσα από τις μνήμες και τα χάσματα».
Γύρισα τις σελίδες κι αντίκρισα τον ερημίτη να βγαίνει από το σπήλιο του. Κάπου εδώ, στην Κρήτη σου:
«Το φως
Γλείφει τα μάτια του ασκητή
Τον πολιορκεί
Τον εκμαυλίζει
Του ισοπεδώνει βράχους
Του ανοίγει πληγές
Με άγριο νερό δροσιστικό
Της νιότης θύμηση
Σ' αυτό τον τόπο
Το βοτάνι της λήθης
Σπάνια ευδοκιμεί».
Κι εκείνο το ταξίδι που λέγαμε, Χριστόφορε;
Τώρα ξέρω! Δεν το είχες ανάγκη. Γιατί δεν είχες φύγει ποτέ.
Γιατί δεν θα φύγεις ποτέ!