Οι βούργιες των Κρητικών
Έργα τέχνης υφασμένα στον αργαλειό
Ο διάκοσμος, η χρήση, το συμβολικό τους περιεχόμενο
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΥΠΕΡ (τ. 96, ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 2020)
ΚΕΙΜΕΝΟ - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Ήταν από τα υφαντά που πλούμιζαν κάποτε τις ζωές των ανθρώπων. Υφασμένα με τέχνη και περίσσια πιτηδειοσύνη συνόδευαν τον άνθρωπο της υπαίθρου στην καθημερινότητά του και, παράλληλα, παρείχαν την προστασία που χρειάζεται ο κάθε θνητός από τις ανεξέλεγκτες υπερφυσικές δυνάμεις και τις επιβουλές που τον περιτριγύριζαν.
Για τις βούργιες ο λόγος, τα βουργίδια ή βουργιάλια, τα μικρά σακίδια που κουβαλούσαν στις πλάτες τους οι βοσκοί, οι ξωμάχοι, οι δουλευτάδες της γης.
Σύμβολο ανδρισμού αλλά και γυναικείας νοικοκυροσύνης, η βούργια είχε ρόλο ξεχωριστό στην τελετουργία της μνηστείας, έτσι όπως γινόταν παλαιότερα στην ύπαιθρο της Κρήτης. Ήταν κάτι σαν αντίδωρο που επισφράγιζε το ξεκίνημα μιας σχέσης, αλλά και το ξεκίνημα της καινούργιας κοινής ζωής. Ολόκληρη πομπή συγγενών μετέβαινε στο σπίτι των συμπεθέρων για τη δακτυλίδωση. Έδινε ο γαμπρός το δακτυλίδι, πρόσφεραν οι συγγενείς τα κοσμήματα, αμπρακάμους και μποτόνια, μαμουντιέδες και σκουλαρίκια, πρόσφερε κι η φαμίλια της νύφης το βουργιάλι του γαμπρού, άλλοτε γεμάτο και άλλοτε άδειο, ανάλογα με τις συνήθειες του τόπου· έτσι γινόταν τουλάχιστον στην κεντρική Κρήτη, σε χωριά όπου το βουργιάλι διατηρούσε μέχρι και πριν από λίγες δεκαετίες τον συμβολικό χαρακτήρα του. Αλλού το γέμιζαν μέχρι κορφής με καλολοείδια (αμύγδαλα, καρύδια, φουντούκια, σταφίδες, ξερά σύκα) και το παρέδιδαν στα χέρια του γαμπρού με την ευχή «να 'ναι πάντα γεμάτο» κι αλλού το πρόσφεραν μαζί με το μαντήλι ή και μια κεντητή πετσέτα. Υποψιάζομαι ότι στο βαθύτερο υπόστρωμα του εθίμου θα υποκρύπτονται λόγοι συμβολικοί σχετικοί με την αποτροπαϊκή σημασία των κόμβων.
Άρτοι, κρέας βραστό, σφυροχάμπιολο...
Σήμερα βλέπομε τις βούργιες ως διακοσμητικά είδη, κυρίως σε προσπάθειες αναπαράστασης της παρελθούσας ζωής, σε ταβέρνες, σε καταστήματα, ακόμα και σε σαλόνια αστικών σπιτιών. Τις αναζητούν οι συλλέκτες ειδών λαϊκής τέχνης και τις εκθέτουν τα μουσεία ως εξαιρετικά δείγματα του παραδοσιακού πολιτισμού της Κρήτης. Κάποτε, όμως, ήταν τόσο απαραίτητες που οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν έκαναν βήμα χωρίς αυτές. Με βούργιες κουβαλούσαν το προσφάι τους στα χωράφια και στα βοσκοτόπια, με βούργιες τα πεσκέσια των φίλων τους («ένα κεφάλι τυρί στο βουργιάλι»), με βούργιες το λάδι για ν' ανάψουν τα καντήλια των αγίων, με βούργιες τα πρόσφορα και τους άρτους στα πανηγύρια! Σε μικρά βουργιάλια έβαζαν τα καλοψίκια που συνόδευαν τα προυκιά της νύφης και κερνούσαν όσους συμμετείχαν στη μεταφορά τους από το πατρικό στο σπίτι του καινούργιου ζευγαριού. Ακόμη και οι μαθητές των κρητικών χωριών, μέχρι και τα μέσα σχεδόν του 20ού αιώνα, χρησιμοποιούσαν βούργιες, αντί για τις δερμάτινες ή τις συνθετικές τσάντες που ξέρομε σήμερα. Ονομάζονταν χαρτέλες, επειδή προορίζονταν για τη μεταφορά χαρτιών (βιβλίων και τετραδίων).
ΑΞΕΧΑΣΤΗ θα μου μείνει η εικόνα των βοσκών της Ασί Γωνιάς στη γιορτή του Άη Γιώργη του Μεθυστή, στις τρεις του Νοέμβρη, πριν από αρκετά χρόνια. Οι περισσότεροι έφταναν ξυπόλυτοι στην εκκλησία κι ας είχε βρέξει πολύ την προηγούμενη νύχτα (τάσιμο το είχαν) και όλοι κουβαλούσαν από μια βούργια στην πλάτη. Άναβαν το κεράκι τους, προσκυνούσαν τον καβαλάρη άγιο τους και κατόπιν άνοιγαν τις βούργιες και τις άφηναν στον περίβολο, δίπλα στο τραπέζι με τις αρκοκλασίες. Εκεί παρέμεναν μέχρι το τέλος της λειτουργιάς για να ευλοηθούν και μετά την απόλυση έπαιρνε ο καθείς τη δική του και σταματούσε πλάι στην έξοδο. Περνούσαν οι προσκυνητές, έπαιρναν μεζέδες από τις βούργιες, έπιναν κι από ένα ποτήρι καινούργιο κρασί και πρόσφεραν ως αντίδωρο τις ευχές τους.
ΑΞΕΧΑΣΤΗ, όμως, θα μου μείνει και η εικόνα στα βουνά πάνω από τα Βορίζια. Εκεί είχα συναντήσει έναν βοσκό, Καργάκης τ' όνομά του, κι αφού κουβεντιάσαμε για κάμποση ώρα, άνοιξε το βουργιάλι, έβγαλε το σφυροχάμπιολο, ένα πνευστό μουσικό όργανο που απάλυνε τη μοναξιά της βοσκικής, και άρχισε να παίζει. Όλα τα απαραίτητα χωρούσαν στο ποιμενικό του βουριάλι· απαραίτητο και το μαχαίρι της ξυλογλυπτικής, απαραίτητο και το σφυροχάμπιολο.
Μια ευφυής επινόηση
Ο τύπος της κρητικής βούργιας, όπως τη διασώζει η παράδοση του νησιού, αποτελεί μιαν ευφυή σύλληψη που επιτρέπει την ασφαλή μεταφορά εφοδίων ή άλλων αντικειμένων χωρίς να εμποδίζει τις κινήσεις των χεριών, χωρίς να δυσκολεύει το βάδισμα ή να επηρεάζει την ευλυγισία του σώματος. Ο ξωμάχος, ο βοσκός, ο κυνηγός ή ο κάθε λογής οδοιπόρος (προσκυνητής, ταξιδιώτης) προσάρμοζε με μια απλή κίνηση τη βούργια στη ράχη του χωρίς να χρειαζόταν να τη δένει ή να τη λύνει κάθε φορά. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα απόλυτα πρακτικό εφόδιο που διευκόλυνε τις δραστηριότητες των ανθρώπων και που η λειτουργικότητά του οφείλεται στο βολικό σχήμα, στο ιδανικό μέγεθος, αλλά και στην έξυπνη τοποθέτηση των βασταγιών, που περνιούνταν στους ώμους κλείνοντας ταυτόχρονα και τη βούργια.
Η διακόσμηση - τα πλουμιά
Οι βούργιες της Κρήτης ήταν κοσμημένες με γεωμετρικά σχήματα διατεταγμένα με διάφορους τρόπους μονάχα στη μια πλευρά τους, την εξωτερική. Η άλλη πλευρά, αυτή που ακουμπούσε στην πλάτη, είχε μονάχα εναλλασσόμενες παράλληλες λούρες διαφορετικών αποχρώσεων. Οι δυο πλευρές του υφαντού συνδέονταν με βελονιά τύπου τροχού και κατέληγαν συχνά σε μικρούς κόμπους ή φούντες (στις κάτω γωνίες).
Βασικό θέμα που επαναλαμβάνεται σε διάφορα μεγέθη και χρώματα είναι ο ρόμβος, χωρίς να απολείπουν τα τρίγωνα και τα ζιγκ-ζαγκ. Μια καλοπλουμισμένη κρητική βούργια έχει υφασμένους δεκάδες ρόμβους, μικρούς ή μεγαλύτερους, ανάλογα με τις συνήθειες του κάθε τόπου. Στα Σφακιά συνηθίζεται μια περίπλοκη λαβυρινθώδης διάταξη γύρω από έναν κεντρικό ρόμβο, εργασία που απαιτεί μεγάλη εξειδίκευση και τέχνη. Κεντρικούς μεγάλους ρόμβους συναντάμε και στο Οροπέδιο Λασιθίου, ενώ σε άλλες περιοχές (π. χ. Βιάννος, Ιεράπετρα) οι διακοσμητικές ζώνες είναι λιγότερες, πλουμισμένες με απλούστερα σχέδια. Άλλο χαρακτηριστικό της κρητικής βούργιας ήταν οι πρόσθετοι ρόδακες που ράβονταν περιμετρικά, έτσι ώστε να φαίνονται σαν λουλούδια.
Ο συμβολισμός του κόμπου
Τα βαστάγια πλέκονται σε σχήμα κούρλας με τρεις, τέσσερις ή πέντε κλώνους διαφορετικών χρωμάτων (τρίκλωνο βαστάγι, τετράκλωνο, πεντάκλωνο), για λόγους πρακτικούς και συμβολικούς. Οι συμβολικοί σχετίζονται με τον αριθμό των κλώνων και οι πρακτικοί έχουν να κάνουν με το πάχος τους ούτως ώστε να χρησιμοποιούνται εύκολα, να μην είναι τα βαστάγια πολύ χοντρά ή πολύ λεπτά και να μην πληγώνουν τους ώμους.
Στα βαστάγια εντοπίζεται ο βασικότερος συμβολικός ρόλος της κρητικής βούργιας. Είναι αυτά που, σύμφωνα με τις δοξασίες των Κρητικών, προστατεύουν από το κακό μάτι. Στην άκρη του βασταγιού δένεται πάντα ένας κόμπος που καταλήγει σε πολύχρωμη φούντα. Αν και ο ρόλος του φαίνεται απλώς διακοσμητικός ή και πρακτικός, αφού μπορεί να αυξομειώσει το μέγεθος του βασταγιού ανάλογα με το μπόι εκείνου που κρατά την βούργια, οι δοξασίες που μεταφέρει είναι ιδιαίτερα σημαντικές.
Κόμβους με συμβολικό χαρακτήρα συναντούμε στην Κρήτη από τα μινωικά χρόνια, σε τοιχογραφίες, παραστάσεις σε αγγεία, ομοιώματα σε ελεφαντόδοντο και φαγεντιανή, μέχρι και στην πολύ γνωστή τοιχογραφία της λεγόμενης Παριζιάνας. Όπως έχει τεκμηριώσει τώρα και πάνω από έναν αιώνα ο James Frazer (The Golden Bough - Ο Χρυσός Κλώνος ), ο κόμπος απαντάται σε πλήθος αρχαίων και νεότερων πολιτισμών με πολλές και ποικίλες μαγικές ιδιότητες. Είναι προστατευτικός και αποτρεπτικός, ενώνει και χωρίζει, διευκολύνει τοκετούς και «δεσμεύει» θεότητες. Τώρα και πολλά χρόνια ο σπουδαίος ανθρωπολόγος Mircea Eliade είχε μιλήσει για τον «Θεό - Δέτη», παραθέτοντας πλούσια παραδείγματα από πλήθος πολιτισμών, ενώ από την ελληνική παράδοση μας είναι γνωστός ο κόμβος του Ηρακλή, το περίφημο «ηράκλειον άμμα» με τις δυο αντίθετες θηλιές, που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον σε αρχαία κοσμήματα.
Στη ράχην ένα σάκουλο με τα χοντρά βαστάγια...
Εκπληκτική περιγραφή των Σφακιανών σ' ένα τραγούδι (Του Αληδάκη) που, όπως πιστεύει ο συγγραφέας τούτου του άρθρου, χρονολογείται γύρω στα μεά του 19ου αιώνα:
«...και μπογαράδες και λιγνοί, με τσι μακρές χερούκλες,
και με τα στήθια τ’ ανοιχτά, και με τσι ποδαρούκλες.
με τα μακρέ τωνε σκουλιά, με τσι 'πισοκαυκάλες,
τ’ αμπέθια των τα μαλλιαρά, και τσ’ ανοιχτές κουτάλες.
και μια τουφέκα γαργερή βαστούσιν εις τη χέρα,
στή μέσην έναν πίστολο, και μια σκουρομαχέρα.
στή ράχην ένα σάκκουλο με τα χοντρά βαστάγια,
και καμωμένο 'ξαργουτού να βάνει δυο κριγιάργια».
Το σακούλι ήταν απαραίτητο εξάρτημα των ορεσίβιων. Αυτή η ονομασία (σακούλι) έχει επικρατήσει σε ολόκληρη την επαρχία Σφακίων. Φυσικά η λέξη βούργια δεν είναι άγνωστη αλλά αναφέρατιο σπανίως ή και καθόλου σήμερα. Σακουλοβάσταγα είναι τα βαστάγια του σακουλιού...