Μοναξιά δεν υπάρχει...
Δεν τις χορταίνεις εύκολα τις χειμωνιάτικες λιακάδες. Τα πρωινά που προοιωνίζουν αλκυονίδες ημέρες, τις ώρες που ξυπνούν τα πλάσματα του κόσμου και αντικρίζουν τον ήλιο. Ούτε τον ασθενικό πλάγιο φωτισμό μπορείς να χορτάσεις, εκείνον που μεγεθύνει τις σκιές των πραγμάτων και αναδεύει τα σύμπαντα για να απλώσει παντού τις πιο γλυκές αποχρώσεις.
Ψευδαίσθηση; Α, όχι! Απλώς ένας άλλος τρόπος να βλέπεις τον κόσμο πιο φωτεινό και πιο μεγάλο, ίσως και λίγο ψεύτικο, σαν να έχει μόλις από σελίδα παραμυθιού ξεπηδήσει.
Είχα παραδοθεί στη μαγεία του χειμωνιάτικου πρωινού, κανένας ήχος δεν νόθευε τη γαλήνη του, καμιά σκέψη δεν χωρούσε και στο δικό μου μυαλό, μέχρι που τους είδα να προχωρούν αγκαζέ, με τις σκιές τους να απλώνονται και να συνθέτουν ένα σχεδόν εξωπραγματικό σκηνικό. Μια ηλικιωμένη γυναίκα με μαύρα ρούχα και μπαμπακένια μαλλιά κι ένας νεότερος άνδρας με μυτερή γενειάδα που μόλις είχε αρχίσει ν’ ασπρίζει, ίσως συγγενής, ίσως γιος - αυτό τουλάχιστον φανερώνει η τρυφερή συμπόρευσή τους στον άδειο δρόμο.
Είναι ωραίο να κοιτάζεις τον κόσμο και να μαντεύεις όσα δεν ξέρεις. Να πλάθεις ιστορίες με το υλικό που μονάχα η φαντασία προσφέρει. Μια εικόνα που βλέπεις τυχαία στον δρόμο μπορεί να κάμει πιο όμορφο το δικό σου πρωινό. Ιδιαίτερα όταν ψάχνεις λέξεις για να βάλεις λεζάντα και σου έρχεται μονάχα μια στο νου: Ανθρωπιά!
Έτσι είναι σε τούτον τον τόπο και σε τούτη την κοινωνία με τις πανάρχαιες καταβολές και τις πανάρχαιες αξίες, τις αξίες που μένουν αμάλαγες στο πέρασμα του χρόνου και λαμπρύνουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Όρθιο το κορμί της ηλικιωμένης κυρίας, σαν δέντρο δαρμένο για δεκαετίες πολλές από τους αέρηδες, ακλόνητο όμως κι αγέρωχο. Μονάχα το βήμα της φαινόταν αργό και κουρασμένο. «Ο χειμώνας της ζωής», έκαμα να πω καθώς την είδα να παραπατά και να στηρίζεται γερά στο μπράτσο του συνοδού της, μα δεν το είπα. μόνο χειμώνα της ζωής δεν μου θύμιζε εκείνη η στιγμή. Άνοιξη ίσως, μια δεύτερη άνοιξη, μια τρίτη, μια τέταρτη, αέναη και ακατάλυτη. Άνοιξη, γιατί υπάρχει εκείνο το μπράτσο δίπλα της, γιατί μια κουβέντα, ένα βλέμμα, ένα κράτημα του χεριού μπορεί να σκοτώσει τη μοναξιά!
Μια στιγμή, μια εικόνα, ακόμη και μια φωτογραφία μπορεί να σε ταξιδέψει σε κόσμους πλασμένους με φως. Και τότε έρχεται η ποίηση. Όπως τώρα η φωνή του τρυφερού Νικηφόρου Βρεττάκου που την άκουσα εκείνη την ώρα ν’ αντηχεί στ’ αυτιά μου:
...Μοναξιά δεν υπάρχει εκεί που ένα δέντρο
σαλεύει τα φύλλα του. Εκεί που ένα ανώνυμο
έντομο βρίσκει λουλούδι και κάθεται,
που ένα ρυάκι καθρεφτίζει ένα άστρο...