Με μόνο της όπλο μια διχαλόβεργα απέναντι στον ξένο στρατό

- Σκούζα, σκούζα, σινιορίνα

 

Βρισκόταν καταμόναχη στο ξάγναντο του δρόμου, ανεβασμένη πάνω σ' ένα γέρικο γαϊδουράκι κι απέναντί της είχε προβάλει ολόκληρος στρατός. Ίσαμε δεκαπέντε - είκοσι άντρες βάδιζαν χαχανίζοντας και τραγουδώντας στο στενό μονοπάτι. Λίγα μέτρα πιο πίσω προχωρούσαν άλλοι δυο καβαλάρηδες σε μουλάρια.

Ήταν ο πρώτος καιρός της Κατοχής κι οι Ιταλοί κατηφόριζαν συχνά στην άλλη μεριά του βουνού, εκεί όπου διαφέντευαν τον τόπο τα συνεταιράκια τους, οι Γερμανοί. Άγνωστο τι ζητούσαν. Κι επειδή δεν ήξεραν τι θα μπορούσαν να συναντήσουν στην ερημιά του βουνού, κατέβαιναν κατά ομάδες· άλλοτε δώδεκα, άλλοτε δέκα, ποτέ λιγότεροι.

Η Πραξούλα (αυτό ήταν τ' όνομά της), σκέφτηκε να παρατήσει το γαϊδουράκι, να τρέξει, να δρασκελίσει τους τράφους και τα χαράκια, κανένας ξένος δεν θα μπορούσε να ξέρει τόσο καλά τον τόπο. Ήταν είκοσι χρονών, μαθημένη στα δύσκολα, τα πόδια της άντεχαν. Μα την ώρα που ετοιμαζόταν να δώσει σάλτο να φύγει, άκουσε φωνές και ψιθύρους, κάμποσοι άλλοι στρατιώτες ήταν καθισμένοι πίσω από τους θάμνους, δίπλα της ακριβώς. Δεν μπορούσε να φύγει!

 Τράβηξε το χαλινάρι, σταμάτησε σ' ένα πλάτεμα του μονοπατιού, πέρασε ο πρώτος Ιταλός, πέρασε ο δεύτερος, ο τρίτος... Άλλος της χαμογελούσε, άλλος έκανε μορφασμούς, άλλος χειρονομίες, άλλος της μιλούσε μεγαλόφωνα, μα δεν τα καταλάβαινε τα λεγόμενά του. Κάπως έτσι πέρασαν σχεδόν οι μισοί. Η καρδιά της αλάφρωνε, λίγο ακόμη και θα περνούσε ολάκερο το κακό συναπάντημα. Είχε λουφάξει πάνω στο σωμάρι, καθόταν με τα πόδια στο πλάι, έτσι όπως καβαλίκευαν στα γαϊδουράκια τους οι γυναίκες σ' εκείνα τα μέρη.

«Δόξα σοι ο Θεός» ψιθύρισε, μα δεν πρόλαβε ν' αποσώσει. Ένας στρατιώτης είχε ξεκόψει από τους άλλους κι έτρεχε προς το μέρος της. Πότε της μιλούσε, πότε της τραγουδούσε, χάχανα οι άλλοι, σίμωσαν άλλοι τρεις, την κύκλωσαν, χειρονομούσαν και λικνίζονταν μπροστά της. Εκείνη συνέχισε να μένει ακίνητη. Ένας απ' όλους άρχισε να τη ρωτά με σπαστά ελληνικά πώς τη λένε και πού πήγαινε. Άχνα η Πραξούλα. Ούτε που σάλεψε τα χείλη της να του μιλήσει.

Κι επειδή το ένα φέρνει τ' άλλο, αυτός που την πλησίασε πρώτος άπλωσε το δεξί του χέρι, το ακούμπησε λίγο πιο πάνω από τα γόνατα της και με το άλλο, το αριστερό, προσπαθούσε να της σηκώσει τη φούστα. Μα δεν πρόλαβε. Η Πραξούλα έσφιξε την πρινένια διχαλόβεργα που κρατούσε, τη σήκωσε ψηλά και μ' όση δύναμη είχε την κατέβασε σημαδεύοντάς τον στην πλάτη. Στριφογύρισε εκείνος για να την αποφύγει, σήκωσε τα χέρια κι έκαμε ένα βήμα στο πλάι. Το μόνο που κατάφερε ήταν να γλιτώσει την πλάτη, αλλά να δεχτεί χειρότερο χτύπημα. Το ροζασμένο ξύλο τον βρήκε ξώφαλτσα στην κεφαλή, ακριβώς δίπλα στο δεξί του αυτί· κουτσουνάρα έτρεξε το αίμα στο λαιμό και στο σβέρκο του. Χωρίς να χάσει καιρό η κοπελιά ξανασήκωσε τη βέργα και την κατέβασε με φόρα. Δεν ήταν δύσκολο να βρει τον στόχο της. Καθώς ήταν σκυμμένος ο στρατιώτης, μάλλον για να σκουπίσει το αίμα, η διχαλόβεργα έπεσε με φόρα στην πλάτη του. Μια κραυγή πόνου ακούστηκε, δυνατή σαν μουγκανητό, ο ματωμένος στρατιώτης κυλίστηκε στο χώμα σφαδάζοντας, έτρεξαν κι άλλοι, κύκλωσαν την Πραξούλα αγριεμένοι. Δεν είχε πια τρόπο ν' αμυνθεί, η βέργα της είχε σπάσει στα δυο και το πιο μακρύ κομμάτι είχε πέσει στο χώμα. Πέταξε και τ' άλλο, παράτησε τον γάιδαρο, μ' ένα σάλτο κατέβηκε από το σαμάρι και προσπάθησε να ριχτεί πάνω στον πεσμένο στρατιώτη.

Δεν κατάφερε να του δώσει το χαστούκι που ονειρευόταν. Ένα χέρι την άρπαξε από το μπράτσο, φωνές δυνατές αντηχούσαν στα πλάγια, γύρισε κι είδε μπροστά της τον αξιωματικό, είχε κατεβεί από το μουλάρι του και προσπαθούσε να την τραβήξει στην άκρη. Κι αφού την παράτησε δίπλα στο τρομαγμένο ζωντανό, πλησίασε τον στρατιώτη, είδε πως εκείνη τη στιγμή προσπαθούσε να σταθεί ορθός και του κατάφερε δυο γερές κλωτσιές στα πισινά. Καινούργια βογκητά, καινούργιες κραυγές πόνου ακούστηκαν. Ήταν έτοιμος να του δώσει και τρίτη, αλλά κλώτσησε μόνο τον αέρα· κουτρουβαλώντας ο άλλος είχε προκάμει να φύγει.

 Γύρισε προς το μέρος της Πραξούλας ο αξιωματικός και την κοίταξε. Δεν είχε πια την αγριάδα στη μούρη του, της μιλούσε σιγά, σχεδόν παρακαλεστικά, μα εκείνη δεν καταλάβαινε ούτε λέξη από τα λόγια του. Στεκόταν μόνο σαν χαμένη στην άκρη και, σέρνοντας το χαλινάρι,  προσπαθούσε να συγκρατήσει το ζωντανό της. Δεν τους είχε συνηθίσει τους ανθρώπινους καυγάδες ο γάιδαρος, τραβούσε πεισματικά, προσπαθούσε να φύγει.

- Σκούζα, σκούζα, σινιορίνα [Που θα πει: Συγνώμη, συγνώμη δεσποινίς].

Δεν του απάντησε. Δεν ήξερε τι μπορούσαν να σημαίνουν αυτές οι λέξεις. Από το λυπημένο ύφος του, όμως, καταλάβαινε πως δεν ήταν για κακό. Έσκυψε, μάζεψε το μεγάλο κομμάτι της σπασμένης διαχαλόβεργας, ανέβηκε στον γάιδαρο, συνέχισε το δρόμο της. Ανέβηκε κι ο άλλος στο μουλάρι του, γύρισε την κοίταξε για τελευταία φορά, σήκωσε το χέρι, το ακούμπησε στο στήθος.

- Καλημέρα, είπε κι έφυγε.

Μάλλον ήταν η μόνη ελληνική λέξη που ήξερε!

 

 

ΣΗΜ. 1.  Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή. Η Πραξούλα τη θυμόταν μέχρι το τέλος της ζωής της. Όταν, μια φορά, τη ρώτησα πώς είχε τολμήσει να τα βάλει με ολόκληρο ασκέρι, απάντησε απλά πως δεν είχε άλλη επιλογή.

ΣΗΜ. 2. Η Πραξούλα ήταν η μητέρα μου! Στη μνήμη της αφιερώνω τούτο το φτωχό κείμενο, ένα μπουκέτο με λέξεις αντί για λουλούδια.

 

ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ 10 Μαΐου 2020.