Τα κάλαντα που δεν είπα
"Εκείνα τα χρόνια κυκλοφορούσαν κάτι τυπωμένα φυλλάδια με τα κάλαντα όλης της χρονιάς. Των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, της Μεγάλης Παρασκευής. Τα τύπωνε, αν θυμάμαι, καλά, ο Αλικιώτης στο Ηράκλειο με τον γενικό τίτλο «ΤΑ ΚΑΛΗΜΕΡΑ» και τα πουλούσαν τα μπακάλικα. Μια δραχμή το φυλλάδιο. Ή ένα αυγό. Έτσι γινόταν τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Εγώ μαθητής του Δημοτικού, Τετάρτη τάξη. Εκείνη τη χρονιά σχεδίαζα από νωρίς να πω μοναχός μου τα κάλαντα το πρωί της Πρωτοχρονιάς. Αλλά όχι τα συνηθισμένα, όχι αυτά που γράφανε τα φυλλάδια. Τα άλλα, τα παλιά, εκείνα που μας σιγοτραγουδούσε ο πατέρας στο γύρισμα του χρόνου, και που τα ήξερε ολόκληρα ο παππούς. Από τις αρχές του Δεκέμβρη πού μ’ έχανες - πού μ' έβρισκες στο σπίτι του παππού. Εκείνος να υπαγορεύει κι εγώ να γράφω. Στην αρχή νόμιζα πως θα ήταν εύκολη υπόθεση, μα γρήγορα κατάλαβα ότι τα κάλαντα που είχε μάθει κι αυτός από τον δικό του παππού ήταν πολύ μεγάλα, πέντε σελίδες τετραδίου είχα γεμίσει.
Άγιος Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία.
Βαστά τον ουρανό χαρτί τη θάλασσα μελάνι
τον ήλιο αστάλαχτο χαρτί και καλαμάρι...
Μαθητής ήταν ο Άι Βασίλης. Σαν κι εμένα.
Τέλος πάντων, είδα κι έπαθα να τα μάθω ξεστίχου. Ζωγράφισα και στολίδια σε χαρτί, κάτι καμπάνες και αγγελούδια, έβαλα και κλαδάκια ελιάς και στόλισα ένα καλάθι. Δυο νύχτες λαγοκοιμόμουν. Ξυπνούσα και ψέλλιζα τα κάλαντα. Ιδιαίτερα τις υπέροχες σύνθετες λέξεις που δεν χρησιμοποιούνταν στον καθημερινό μας λόγο:
Κερά μαρμαροτράχηλη και φεγγαρομαγούλα
και κρουσταλίδα του γιαλού και πάχνη από το χιόνι.
Το πρωί της Πρωτοχρονιάς ετοιμάζομαι για τη μεγάλη εξόρμηση. Μόλις τέλειωσε η λειτουργία έτρεξα στο σπίτι, πήρα το στολισμένο καλάθι και βγήκα στην αυλή. Μέχρι εκεί πρόφτασα να φτάσω, ούτε βήμα πιο πέρα. Από νωρίς έδειχνε ο καιρός τις άγριες διαθέσεις του, αλλά γιατί ο ευλογημένος να ξεσπάσει εκείνη την ώρα; Βροχή ασταμάτητη. Φουσκάλες έκανε καθώς έπεφτε.
Κάλαντα δεν είπα και ήταν αυτή μια από τις πρώτες ματαιώσεις που ένιωσα. Ξεστόλισα σιωπηλός το καλάθι και φύλαξα τις σελίδες με τα κάλαντα. Ίσως να τα έλεγα μιαν άλλη φορά. Μα και πάλι δεν τα είπα. Δύσκολες οι εποχές, ήρθε κατόπιν και η Χούντα, ο πατέρας στιγματισμένος ως εχθρός του καθεστώτος, σιώπησα.
Πέρασαν χρόνια και χρόνια. Και τώρα που τα θυμάμαι νιώθω μια παράξενη συγκίνηση. Όχι για ό,τι χάθηκε, όχι για τη ματαίωση της παιδικής προσδοκίας, μα για ό, τι έμεινε και μένει για πάντα. Τις όμορφες λέξεις, τους όμορφους στίχους, τις απίστευτες εικόνες.
(Κερά)... που ’χεις τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη
και του κοράκου το φτερό έχεις καμαροφρύδι."
Να σας τα πω τώρα; Ακόμη τα θυμάμαι...
Συνέντευξη στην Ελένη Βασιλάκη. Δημοσιεύτηκε στο:
https://www.newshub.gr/el/kriti/oi-xechoristes-anamniseis-tis-protochron...